Σταμάτησα ν’ αναπνέω οξυγόνο γύρω στα δεκαεφτά μου
γιατί κατάλαβα ότι το κάνουν όλοι κι ότι έτσι θα έκανα τη διαφορά.
Σταμάτησα και χάθηκα. Κι όταν γύρισα κανένας δεν κατάλαβε ότι έλειπα.
Καμιά διαφορά προς το πρόσωπό μου, προς την κοινωνία.
Άρχισα ν’ αναπνέω τότε,
άλλα πράγματα- το οξυγόνο ήταν περιττό για μένα.
Ήμουν άνθρωπος του διαστήματος πια,
τους κοιτούσα όλους ψηλά από τη στρατόσφαιρα και στην αρχή γελούσα.
Απ’ αυτούς, μερικοί με κοιτούσαν κι απορούσαν·
οι υπόλοιποι δε θα μπορούσαν ποτέ να σηκώσουν το κεφάλι τους τόσο ψηλά για να δουν κάποιον άλλον.
Προτιμούσαν να περπατούν σκυμμένοι,
τους βολεύει περισσότερο να ρίχνουν το βλέμμα τους κάτω, στη γη. Εκεί όπου πατάνε.