

Λες πράγματα
που δε σημαίνουν τίποτα
και τα λες με τόση αυτοπεποίθηση
λες και κουβαλάνε το νόημα του σύμπαντος.
Μα στην ουσία
είναι απλά πλήρως ανούσιες λέξεις
που σκουντουφλάνε μεταξύ τους σαν μεθυσμένοι σε αφτεράδικο.
Σου μιλάω
και δε μ’ ακούς.
ή μάλλον —
ακούς μόνο τον εαυτό σου
στην ηχώ της σιωπής μου.
Κι αυτό
είναι πιο γ#μημένα μοναχικό
από το να μη μιλούσαμε καν.
Σε ρωτάω τι έχεις
και μου πετάς ένα
«τίποτα»
με το ύφος εκείνο
που σημαίνει «πνίγομαι, ρε».
Μα πώς να σε σώσω
όταν δε με αφήνεις καν να σε δω να βουλιάζεις;
Κάθε φορά που ανοίγεις το στόμα σου
είναι σαν να ρίχνεις ένα βότσαλο στο κεφάλι μου—
μικρό, αλλά σταθερά ενοχλητικό.
και κάθε φορά που μιλάω εγώ
είναι σαν να ρίχνω γροθιά σε τοίχο:
δεν απαντάει ποτέ,
μόνο πονάω εγώ.
Καταντήσαμε δύο σώματα
σε ένα σπίτι
που τρίζει απ’ το ξενέρωμα.
γ#μιόμαστε,
ναι,
αλλά μόνο με το σώμα.
Οι ψυχές μας ούτε που χαιρετιούνται πια.
Και στο τέλος της μέρας,
το μόνο που μένει
είναι δυο άνθρωποι
που λένε «καληνύχτα»
χωρίς να εννοούν
ούτε το «καλή»
ούτε το «νύχτα».