Μην απορείς που με βλέπεις στην ίδια γωνιά.
Πάλι με τον εαυτό μου απορώ.
Πάλι ανακατεύεται με σκέψεις και με λόγια.
Λες κι είναι ανήξερος από τις μπόρες των ανθρώπων.
Τα δικά του, άφαντα είναι στους άλλους.
Τι περιμένεις πάλι, τον ρωτώ.
Τι ψάχνεις στις σκιές τους;
Δεν έμαθες ακόμη;
Τι περιμένεις από μπόρες κι ανθρώπους με διάρκεια μικρή;
Ίσα να συννεφιάσουν λίγο τη ζωή σου κι έφυγαν πάλι.
Πού είναι οι βροντές τους;
Πού πήγαν οι αστραπές;
Κι ας φοβηθείς λιγάκι, στο τέλος είσαι ζωντανός.
Πού είναι ένας καταβάτης άνεμος να φέρει καταιγίδες και να μας παρασύρει όλους;
Απογοήτευση εαυτέ μου, και οι μπόρες και οι άνθρωποι.