Από τους δρόμους που σε πρωτοείδα σήμερα περνώ.
Όπως τ’ απομεινάρια της άνοιξης, οι λιγοστές θύμισες της φυλακής μας.
Ανακατεύω της νιότης τα σκιρτήματα σε ροζ δοχεία.
Όλα έχουν αλλάξει σ’ αυτές τις γειτονιές, εκτός από τις μυρωδιές της νιότης μας.
Σε λεξικά κι εγκυκλοπαίδειες έψαχνα τότε να ονομάσω τις πνοές μας.
Δεν έβρισκα στην ύλη μου κάτι να τους ταιριάξω.
Σα να ήτανε απ’ τον ουρανό.
Στις πρώτες αμυγδαλιές του Μάρτη, σ’ έβλεπα να χορεύεις.
Μα και στα φύλλα τα μελιά άλλες φορές που γαλήνευες μαζί τους.
Δεν είχε εποχές το ταίριασμά μας.
Ούτε καλοκαίρια ούτε χειμώνες.
Δεν καταλάγιαζε από ηλικίες.
Μόνο ξεμυάλιζε το είναι μας.
Ηχούσε μες στις γειτονιές σαν μαγική σειρήνα.
Σα να ήθελε να μαγέψει και τους συντρόφους κάθε εποχής, χώρια από εμάς τους δύο.
Χρόνια μετά ξαναπερνώ κι ακούω το βουητό του.
Ανάστατο, αβέβαιο, αφύλαχτο στις μέρες.
Σα να μας περιμένει στις στροφές.
Απαρηγόρητο από την προδοσία μας κι από τον εμπαιγμό μας.
Σε ομοιώματα αυτής της εποχής ψάχνω τώρα τις ανθισμένες μου αμυγδαλιές
και θανατώνω τη ζωή μου.