Δε γύρισε να κοιτάξει τη θάλασσα.
Ήξερε, βλέπεις, πως θα την κάνει να χαθεί.
Δεν ήθελε να σκεφτεί στιγμή τα ταξίδια που κάποτε υποσχέθηκαν να κάνουν.
Ήξερε, βλέπεις, ότι δεν είχαν νόημα πια.
Ένα παγερό μήνυμα στο κινητό
Ένα τυπικό «να περνάς καλά»
Κι όλα αυτά γιατί;
Γι’ αυτό έτρεχε, έτρεχε όσο μπορούσε.
Κάθε μέρα και περισσότερο.
Κάθε μέρα και πιο γρήγορα.
Ήθελε να σπάσει το νήμα, να περάσει στην αντίπερα όχθη,
στο «δε σε σκέφτομαι»,
στο «δε μου λείπεις».
Αρνούμαι, φώναζε κι η θάλασσα αγρίευε μέσα της.
Αρνούμαι κι η φωνή της χανόταν από τον ήχο των κυμάτων.
Γελούσε μαζί της τόσο ξεδιάντροπα.
Ήξερε, βλέπεις, ότι έλεγε ψέμματα.