

Μια μέρα,
ο πατέρας μου άρχισε να ξεχνάει τα κλειδιά του.
μετά τις λέξεις.
μετά εμένα.
Η μάνα μου
έπαψε να γκρινιάζει
και αυτό ήταν το πιο τρομακτικό απ’ όλα.
Η σιωπή της έπεφτε βαριά στο σπίτι
σαν ξεφουσκωμένο λάστιχο στη μέση του πουθενά.
Και τώρα;
Τώρα ο πατέρας μου κοιτάζει το τηλεκοντρόλ
λες και του ζητάει να λύσει μια εξίσωση.
Η μάνα μου με ρωτάει ξανά πώς ανοίγει το κινητό της.
Τα χέρια τους τρέμουν λίγο όταν σηκώνουν το φλιτζάνι.
Τους κοιτάζω και μοιάζουν
πιο μικροί απ’ ό,τι τους θυμόμουν,
πιο εύθραυστοι,
σαν γυάλινα ποτήρια που δεν μπορείς πια
να πετάξεις άτσαλα στο νεροχύτη
γιατί ξέρεις ότι μπορεί να σπάσουν.
Κι εγώ;
Εγώ κάθομαι απέναντί τους
και με πιάνει ένας φόβος βαρύς,
σαν παλιό παλτό
που δεν ήθελες ποτέ να φορέσεις
αλλά ξαφνικά το κρύο σε αναγκάζει.
Φοβάμαι τη μέρα
που δε θα μπορώ να τους καλέσω
να ρωτήσω πώς βγαίνει ο λεκές από το λευκό,
που δε θα υπάρχει κανείς να μου πει
«φάε κάτι, αδυνάτισες».
Κάποτε οι γονείς μας ήταν θεοί.
Ήξεραν τα πάντα,
έφτιαχναν τα πάντα,
έσωζαν τα πάντα.
Τώρα μικραίνουν.
Κι εμείς μεγαλώνουμε
με τον πιο άβολο τρόπο.
Κάθε μέρα και πιο κοντά σε εκείνη που δε θα τους έχουμε.