Το ξυπνητήρι χτυπάει,
δεν το χρειάζομαι πια.
Οι μέρες ξέρουν από μόνες τους
πώς να γλιστρούν μέσα από τα χέρια μου.

Παλιά ήμουν γεμάτη “αύριο”.
Σχέδια για να αλλάξω τον κόσμο
ή τουλάχιστον έναν μικρόκοσμο.
Τώρα,
ο κόσμος μου είναι το τασάκι
η άδεια καφετιέρα
και οι λογαριασμοί στο τραπέζι
που μαζεύουν σκόνη.

Σκέφτομαι τα βράδια που πίστευα
ότι όλα είναι δυνατά,
ότι μπορώ να γράψω ένα αριστούργημα
ή να αγαπήσω έναν άντρα
που δε θα βαρεθεί ποτέ να ακούει τα όνειρά μου.

Τώρα, κοίτα να δεις, δεν ονειρεύομαι πια.
Το κεφάλι μου είναι γεμάτο λίστες,
τι έπρεπε να κάνω,
τι δεν έκανα.
Μια ζωή γεμάτη αναβολές
και δικαιολογίες- ομολογώ ευφάνταστες.

Δεν είναι ότι δεν προσπάθησα.
Είναι ότι δεν πάλεψα αρκετά.
Δε βούτηξα.
Πάντα έμενα στο χείλος,
εξετάζοντας το βάθος,
ζυγίζοντας τους κινδύνους.

Τώρα, μεγαλώνω.
Το σώμα βαραίνει,
η σπονδυλική στήλη θυμίζει όλες τις ώρες που κάθισα
αντί να σταθώ όρθιος.
Τα μάτια κουράστηκαν να κοιτούν το ίδιο ταβάνι
και οι ώμοι μου σηκώνουν βάρη
που κανείς δε μου ζήτησε να κουβαλήσω.

Δε φοβάμαι τον θάνατο.
Φοβάμαι το κενό που αφήνω πίσω.
Τα ποιήματα που δεν έγραψα,
τα φιλιά που δεν έδωσα,
τα ρίσκα που δεν πήρα.

Όσο μεγαλώνεις,
καταλαβαίνεις πως η ζωή
δε σου χρωστάει τίποτα.
Εσύ της χρωστάς.
Στιγμές, λέξεις, τόλμη.

Ίσως αύριο.
Ίσως ποτέ.
Αλλά αν σήμερα σηκωθώ
και κάνω κάτι μικρό,
οτιδήποτε,
μπορεί να αξίζει.

Ακόμα κι αν δεν αλλάξει τίποτα,
τουλάχιστον δε θα πω ότι άφησα τη ζωή να περάσει
χωρίς να σηκώσω το ποτήρι
και να ποιο όλο το γαμημ@νο κρασί που έχει μέσα.