Πίσω απ’ το χρυσό καλοκαίρι,

υπάρχει ένα παράθυρο με σπασμένα παντζούρια.

Φυσάει κατάθλιψη στις χαραμάδες.

Είναι το φθινόπωρο που βιάζεται να μπει.

Με τα πεσμένα φύλλα φέρνοντας τα δάκρυα τ’ ουρανού στο θλιμμένο σπίτι.

Οι φωνές σώπασαν πίσω απ’ τους κίτρινους τοίχους.

Η ξύλινη σκάλα τρίζει σαν να φωνάζει στη μοναξιά να φύγει από πάνω της.

Απ’ τα σπασμένα κεραμίδια πέφτει το χώμα του παρελθόντος:

Οι ανάσες

οι χαρές

οι λύπες

ο έρωτας

η αγάπη

η παιδικότητα

ο χωρισμός

ο θάνατος

κομμάτια στο σκονισμένο πάτωμα.

Σπάνε, σκορπίζουν,

σαν τις στιγμές που έζησα κάποτε.

Ραγίζουν σαν την καρδιά μου που κάποτε ένιωσε.

Τώρα, στο θλιμμένο σπίτι,

κάθομαι και περιμένω τον χειμώνα.

Θέλω να δω, πόσο κρύο αντέχει ακόμη η ψυχή.

Συντάκτης: Γεώργιος Σιλιβάκος