Έψαχνες τη γη της δικής σου Επαγγελίας.
Εκεί που η ψυχή δεν έχει βάρος.
Εκεί που η μάτια σου θα μπορεί να αγκαλιάζει τα σύμπαντα.
Έψαχνες την αγάπη εκεί που την έχασες,
εκεί που δεν ήξεραν πώς να σε αγκαλιάσουν.
Εκεί που δεν μπορούσαν να δουν το φως πίσω απ’ τα μάτια σου.
Τότε, σου έπιασα τα χέρια και στα έσφιξα.
Άκουγα την καρδιά σου δίχως να την αγγίζω,
-ήξερα όμως πώς να την κρατήσω-
κι αντ’ αυτής, σου έδωσα τη δική μου,
να χτυπά στα δικά σου χέρια.
Τρόμαξες, μου είπες πως δεν μπορείς να με σώσεις.
Ας είναι.
Μου φτάνει που εγώ σε είχα ήδη σώσει,
γιατί είχες γίνει η δική μου γη της Επαγγελίας.
Γιατί σε έσωσα, δίνοντάς σου εμένα.