Υπάρχει ένας δρόμος στη γλυκιά Θεσσαλονίκη που αρχαίοι αρχιτέκτονες πίνουν καφέ με σκεϊτάδες.

Ένας δρόμος που σ’ οδηγεί σε περπατησιά, σε αμέριμνες βόλτες, ή κι όταν το στομάχι γουργουρίζει.

Δέκα ολόκληρα χρόνια, εξερεύνησα σπιθαμή προς σπιθαμή αυτόν τον δρόμο.

Τα σοκάκια, τα μαγαζιά, τα φαγητά, τα σπίτια με τα λουλούδια που ανθίζουν,

τα μάτια που κοιτούν εμάς το πλήθος, καθώς διασχίζουμε τον δρόμο.

Μέσα σ’ όλα δεν μπορούν να γίνουν παράλειψη οι όμορφες πλεξούδες των κοριτσιών,

εκείνες που πάντα συντροφεύουν τα λουλουδάτα τους φορέματα.

Που κοντοστέκονται κι ατενίζουν, τον κόσμο όλον αρμενίζουν.

Στ’ αγόρια, που φορούν πολύχρωμα πουκάμισα και κάποτε τον χρόνο μου μαζί τους σπατάλησα.

Παίζουν μουσικές, χαμογελούν, τον κόσμο ανάποδα γυρνούν.

Είναι μελαγχολικά, ρυτιδιασμένα, από τον χρόνο ηλιοκαμένα.

Φωνάζουν, μπορεί και στα χέρια να πιαστούν, αλλά στο τέλος με μια μπίρα βρίσκονται ως το χάραμα να φιλοσοφούν.

Ίσως είναι μάγκες, θέλουν να μοιάζουν με άντρες.

Κι όταν αφήνονται δεν παύουν να με συγκινούν.

Κι αν κάποτε με τρομοκράτησαν, είναι κι εκείνη που μ’ αγάπη το χέρι ακόμη μου κρατούν.

 

ΥΓ: Μπορεί πιο σωστά να λέγεται Γούναρη, αλλά στις καρδιές πάντα θα ηχεί ως Ναυαρίνου.

Μάρτιος, 2023

Νίκη.

 

Στείλε το ποίημα και τα quotes σου και μπες κι εσύ στην ομάδα των #pillowpoets!
Διάβασε περισσότερα εδώ!