Καθισμένη στα σκαλοπάτια
Ατενίζοντας την πανδαισία των χρωμάτων στον ουρανό
Στον μοναδικό συνδυασμό με την αντανάκλαση της θάλασσας
παρατηρώ τον κόσμο, τον θόρυβο των αμαξιών τα γέλια των παιδιών.
Μια μηχανή μ’ έναν νεαρό άντρα στέκεται λίγο πιο πέρα
Περιμένοντας την κοπέλα που ερχόταν απ’ την απέναντι μεριά.
Τα μάτια τους βγάζουν σπίθες καθώς κοιτάζονται και πλησιάζουν πιο κοντά.
Ένα φιλί, έρχεται να επισφραγίσει τον έρωτά τους.
Της βάζει το κράνος και της φτιάχνει τα μαλλιά
κίνηση -σε νοιάζομαι, δε θέλω να μου πάθεις κάτι-.
Η μηχανή παίρνει μπρος και φεύγουν μαζί για άλλα μέρη.
Καθισμένη στα σκαλοπάτια, έχοντας ένα γλυκόπικρο χαμόγελο στα χείλη,
σκέφτομαι πως έρχεσαι εσύ,
μου δίνεις το χέρι κι εγώ σαστισμένη σε κοιτώ.
«» μου λες.
Μα δεν ακούω.
Θα ΄ναι ίσως που έφυγες, μετά το «θα ‘μαι εδώ».