Βλέπω την πόλη που αγαπώ και σκέφτομαι εσένα .

Μόνιμη ζάλη στο μυαλό ήτανε τα φώτα.

Τα στενά και τα γεμάτα όνειρα σοκάκια.

Σου προκαλούσαν θυμό κι αηδία.

Μάχη ήταν τα ίδια βήματα που κάναμε.

Κάθε φορά σου φώναζα πως τ’ αγαπώ, μα εσύ εχθρό τα βάφτιζες.

Τίποτα δεν ήθελες να μου αποσπά την προσοχή από σένα

κι ας ήταν αυτά που μου έδιναν ζωή.

Πάλευες με φαντάσματα και περασμένα χρόνια.

Γι’ εσένα τίποτα μοναδικό δεν ήταν στην αγάπη μας.

Που δε σε γνώρισα από την κούνια, ποτέ δε μου συγχώρεσες.

Όμως μαζί περάσαμε τα πιο μεγάλα πάθη.

Παλέψαμε με χίμαιρες και με λάθη τεράστια

δεν καταφέραμε να βρούμε την αγάπη.

Για ποιο σταυρό και ποιο φιλί μιλάς με τόσο μένος;

Αφού τη χάσαμε την ομορφιά.

Ήταν τέλος, από την αρχή.

Δεν ήθελες να μ’ αγαπάς, σου ράγιζα την πίστη.

Δεν πίστευες πως σ’ αγαπώ, τύχη το θεωρούσες.

Φαινόμενο η σύνδεση, με δάκρυα ποτισμένη.

Μια στάλα τα χαμόγελα, αρκετή για να υπάρχουμε.

Τα φώτα είναι ακόμα εδώ κι εσύ μακριά μου τ’ αγαπάς.

Ίσως να φταίει η λάμψη τους που δε με λαχταράς.

 

Συντάκτης: Ασπασία Κ.