Σου αποκρίνεται η νύχτα
με ένα κάλεσμα βαθύ, ερωτικό, πορφυρό.
Ξυπνάς το μεσονύχτι και τα ένστικτά μου ξυπνούν κοντά σου,
όπως ένας μοναχικός λύκος θα ποθούσε ν’ αρπάξει το θήραμά του.
Αγαπώ το χρώμα των χειλιών σου,
αδάμαστο, σαν φλόγα που δε σβήνει.
Οι μνήμες μου κυλίστηκαν σε στρόβιλους του χρόνου,
σε γαλήνη και σιγή.
Άκου την ησυχία της νύχτας.
Μέσα από εκείνη θα αλυχτώ,
καλώντας σε να αφουγκραστείς τον έρωτα.
Κι έπειτα, γύρω σου στροβιλίζομαι,
αέναος και δικός σου.