Βαδίζω στη σιωπή του απόβραδου,
ο ήλιος χαμηλώνει, φεύγει βιαστικά,
το φως παλεύει να κρατηθεί στα δάκρυα,
εκείνα που στάζουν από σπασμένα σύννεφα.
Άδεια η πόλη γύρω μου,
μια ανάσα σταματά στα σκοτάδια.
Πόσα μυστικά κρύβονται στους δρόμους,
που μαρμάρωσαν απ’ το κρύο;
Ακούω τα βήματα των περαστικών,
μα είναι σαν να χάνονται προτού υπάρξουν.
Περνούν σαν σκιές, σαν όνειρα που σβήνουν
με το ξημέρωμα, όταν όλα είναι αληθινά.
Και σκέφτομαι, τι είναι ο χρόνος,
αν όχι μια πληγή που ανοίγει και κλείνει;
Μια παλιά, θλιμμένη μελωδία
που κουβαλάμε όλοι μας, χωρίς να το ξέρουμε.
Μένω εκεί, μ’ ένα βλέμμα στο κενό,
ψάχνοντας κάτι που ξέχασα να θυμάμαι.
Ίσως μια λέξη, μια εικόνα, ένα όνειρο,
ή το κομμάτι του εαυτού μου που χάθηκε.