Γράφει ο Στάθης Αναστασίου.
Δεν αγαπάς τις γεύσεις, γιατί εκεί θα βρεις τις αδυναμίες σου.
Μια ρουφηξιά θάνατο, ένα ποτήρι θολούρα,
και με μιας ταξιδεύεις στο άπειρο.
Νιώθεις ασφαλής στο να κρύβεσαι πίσω από την αυλαία.
Ποτέ δε συμπάθησες το κακοφτιαγμένο σου πρόσωπο.
Αναζητώντας μια στάλα φως, περιπλανιέσαι στα τυφλά.
Σβήνει κι αυτό, χάνεσαι πια.
Έμαθες να γίνεσαι ένα με το σκοτάδι.
Το πιο δύσκολο πάντα θα είναι όταν σβήνουν τα φώτα.
Έρχεται ο εαυτός σου να σε γνωρίσει ξανά.
Αναζητώντας μια μικρή χαραμάδα, ψάχνεις μια στάλα φως.
Παντού γύρω σου σκοτάδι.
Χάνεσαι, ξεχνάς κι αρχίζουν τα δάκρυα να σε σκεπάζουν.
Δε θυμάσαι τίποτα.
Ακούς τους κτύπους να απομακρύνονται κι η φαντασία σου αποκαλύπτεται.
-Πάλι εδώ;
Σου ψιθυρίζει ο άνεμος.
Όλα πια στέκουν μαύρα.