Χόρευες ξυπόλητη
Χτυπούσες τα χέρια σου σταθερά
Λικνιζόσουν ανάλαφρα γύρω της
γοητευτικά ανυπάκουη.
Εκείνη σε κοίταζε
φούσκωνε τη λάβα της.
Την μπέρδευαν, όμως,
οι κυανές αποχρώσεις τριγύρω της-
πρόσμιξη από τα πράσινα τοπία των ματιών σου.
Γέλασες,
φλογέρα λουλούδια τα χείλη σου.
Μια χαραμάδα άνοιξε μπρος σου,
κι εσύ έπεσες μέσα της.
Δραπέτευσες απ’ τον ασκό του Αιόλου.
Χορέψατε μαζί, γίνατε ένα
Δημιουργώντας την ένωση που χτύπησε τ’ αστερια.