Το φεγγάρι απόψε αμίλητο
κι από πίσω ακούγεται η σονάτα του Ρίτσου.
Τα σύννεφα φοβήθηκαν να κυκλώσουν ένα τέτοιο φεγγάρι και σκόρπησαν,
μέχρι κι ο αέρας κόπασε.
Η καμινάδα απ’ την απέναντι ταράτσα εκπνέει πια ήσυχη.
Ποιος να σταματήσει ένα τέτοιο φεγγάρι,
ούτε καν η σκόνη που κάθεται βαριά, πάνω στις κουρτίνες, που μοιάζουν σαν να μην τραβήχτηκαν χρόνια.
Εκείνο να ψηλώνει κι εγώ μαζί του να τραβώ τις κουρτίνες,
Να τις τινάξουμε παρέα, να μπει, καλεσμένο πια, μέσα στο σπίτι.
Να καθίσει στην κουνιστή καρέκλα, που πάντα μου άρεσε να φαντάζομαι τα γεράματά μου.
Να ψηλώσει ως τον καναπέ, να ζωντανέψουν πάλι όλα τα πρόσωπα που ξάπλωσαν διάπλατα,
να πάρει μια στροφή ως την κουζίνα, να με ντύσει πάλι μαθητή
κι άλλη μία ως το κρεβάτι, να ξαπλώσω ξανά ονειροπόλος.
Ποιος να τα βάλει μ’ ένα τέτοιο αμίλητο φεγγάρι,
που σήμερα ξέρει να δίνει.
Λοιπόν νύχτες σαν τούτες, το κοιτώ και χάνομαι μέσα του,
αφήνω να με παίρνει, να με υπνωτίζει, όσο το κόστος ενός τσιγάρου,
μου φτάνει να ξεχαστώ.
Νύχτα σαν τούτη, το μεγάλο σπίτι συρρικνώνεται και γινόμαστε ένα,
το άψυχο ψυγείο με καταβροχθίζει, τα άδεια ντουλάπια χειροκροτούν στο θέαμα
κι οι ατράβηχτες καρέκλες, ενοχλούν πιο πολύ τον πεθαμένο.
’Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι”
Σήμερα το φεγγάρι ζητάει μια κατάθεση,
γιατί δε δέχεται πια επί πιστώσει.
Ποτήρια ηχούν κι η σιωπή αμέσως καταρρέει,
το σαλόνι γεμίζει καλοντυμένους καλεσμένους που μπαίνουν με τα παλτά τους,
τ’ αρώματά τους, τα κόκκινα χαμόγελά τους, καθισμένοι γύρω από συζητήσεις,
κρατώντας ένα ιδρωμένο ποτήρι, μισογεμάτο απ’ όλη τη βιασύνη μου να μεγαλώσω.
Μέρες σαν τούτες που θα ξημερώσει, με βρίσκουν να παίρνω τους δρόμους,
ν’ αναζητώ όλα εκείνα τα πρόσωπα, που αργότερα φόρεσα επάνω μου.
Αλλά για τώρα, απολαμβάνω τη ζέστη στο σαλόνι,
οι μυρωδιές απ’ τα φαγητά που πηγαινοέρχονται, λίγο ακόμη να με πνίξουν
και τα μάτια μου καρφώνονται στα δώρα, κάτω από το θεόρατο δέντρο.
Νύχτες σαν τούτες, ακόμη κουνιέμαι στο κρεβάτι μου,
δήθεν από ανυπομονησία.
Το φεγγάρι ψήλωσε κι άρχισε να διώχνει τις σκιές απ’ το μεγάλο σπίτι.
Κι όσοι με αγάπησαν, έμειναν να το στοιχειώνουν, να ζωντανεύουν ξανά,
μπροστά σ’ ένα τέτοιο σεληνόφως.
Εκείνο συνεχίζει να ψηλώνει,
τόσο πια που δεν μπορώ να φτάσω.
Οι καλεσμένοι σιγά-σιγά φεύγουν, τεντώνοντας τα σακάκια πάνω τους,
τινάζοντας, όλη τη στάχτη που σκορπίστηκε απ’ τα γέλια τους.
Ευχητήρια χαμόγελα χαρίζουν, και μ’ όλη τη νιότη και ομορφιά τους, φεύγουν.
Μπαίνουν ήσυχα πίσω στις φωτογραφίες τους,
τα φώτα σβήνουν από μόνα τους.
Οι κουρτίνες παραμένουν τραβηγμένες, τα σύννεφα πύκνωσαν πια κι υφαίνουν το μαξιλάρι που σε λίγο θα ξαπλώσω.
Το φεγγάρι χάνεται και σε λίγο θα το πάρει η αυγή.
Η σονάτα αυτού του σεληνόφωτος, τελειώνει.
Κι έτσι, μαζί με τις φωτογραφίες, σ’ ένα κρεβάτι όλοι μαζί
στριμωχτήκαμε κι αποκοιμηθήκαμε.