Άσε με να βγω δειλά δειλά,
όσο τρεμοπαίζει το φως.
Η ασπίδα, να, χαλαρώνει.
Ρέει η επιμονή σου και την παρασέρνει.
Καρτερικά τα μάτια σου,
πιο πολύ από σένα, τάχα, προστατεύω εμένα.
Και την κορώνα, να, σου την παραδίδω·
μόνο πλησίασε στις μύτες των ποδιών σου.
Nα δες, στις σχισμές των μορφασμών σου
απαλλάσσεται η πλάση από τα εγκόσμια.
Τίκτεται απ’ άκρη σ’ άκρη η γλυκολαλιά
για να ‘ρθει να θρονιαστεί στ’ αυτί σου.
Στιλβώνεται καρφί το καρφί
και το πιο λεκιασμένο μπουντρούμι.
Μα και το διαμάντι, ακόμη κι αυτό,
χαράσσεται απ’ άκρη σ’ άκρη
για να ροδαμίσει στην τρυφερή αγκαλιά σου.
Τι κι αν δε με χωράει ο κόσμος;
Εγώ βρήκα τη θέση μου στα χείλη σου.