Σ’ ένα μπαλκόνι με θέα το πέλαγος,
άνθρωποι έκαναν όνειρα κι εικασίες για τη ζωή.
Μ’ ένα αέρινο φόρεμα,
με λίγο αεράκι, στάθηκα στην κουπαστή-
στο αχανές φαίνεσαι τόσο μικρός, όσο τρανός κι αν είσαι εντός σου.
Έγειρα στον ώμο σου,
ακούμπησα τα δάχτυλά σου,
σε κοίταξα- κατάλαβες ό,τι είχα να σου πω.
Το πιο ασήμαντο
το πιο ανούσιο
κι εκείνο της καρδιάς το αγκαθάκι
Μου είπες τις ιστορίες σου,
κι εγώ συλλογιζόμουν πόσοι σε ταλαιπώρησαν, σε πλήγωσαν και σε τιμώρησαν,
για τα ίδια τους τα λάθη, για τις δικές τους πίκρες της ζωής.
Την ψυχή σου την αγάπησα εκείνη την ημέρα
κι ορκίστηκα να την ακούω εγώ
για όλους εκείνους που -κουτοί, πόσο κουτοί- δεν αντιλήφθηκαν τις τόσο φίνες νότες της.