Είσαι κι εσύ που φλερτάρεις απροκάλυπτα κι επίμονα, με εκείνα τα άρρητα και τ’ ανείπωτα σ΄ όλη σου την ανομολόγητη ζωή. Παραμένεις ο παθιασμένος διεκδικητής των σφραγισμένων χειλιών, αυτών των ραμμένων με τις κόκκινες λεπτές κλωστές των ηθελημένων σιωπών, που ξέρεις ότι θα ξηλωθούν μόνο με λίγη από την ηχηρή προσοχή των άλλων. Με αυτές τις κλωστές, που δεν κόβονται, που δε χαλαρώνουν ώστε να τους ξεφύγει οποιαδήποτε παραπάνω λέξη από εκείνες τις απόλυτα μετρημένες κι αναγκαίες. Μία προς μία.
Είναι ίσως, επειδή φοβάσαι μην τυχόν και τυπωθούν στα βιβλία των ειπωμένων σου, λέξεις που δεν το αξίζουν. Μην τυχόν κι αποτυπωθούν στις εικόνες αυτών των βιβλίων, αισθήματα που υπερβάλλουν και αν μετά μετανιώσεις γι’ αυτά, δε θα μπορείς να τα μαζέψεις και να τα κρύψεις ξανά στο στενό κι ασφυκτικό μπουκάλι της λήθης σου. Κι επιλέγεις την ιεροτελεστία της σιωπής.
Γιατί, πού να προσπαθήσεις να εξηγήσεις τι κρύβεις μέσα σου; Ποιος νομίζεις ότι θα σε καταλάβει; Ποιος πιστεύεις ότι θα δώσει σημασία σ΄ όλα εκείνα τα πανέμορφα μοναδικά, που σκεπάζεις απαλά κάτω από τον μανδύα των παρατεταμένων βαριών εκπνοών σου; Γιατί ποιος τελικά, θα σκύψει πάνω σου τα βράδια, προσπαθώντας να τις μετρήσει όλες αυτές τις μοναδικές σου πνοές; Προσπαθώντας να τις εισπνεύσει με λαιμαργία, μήπως και γευτεί μέσα του λίγες στάλες από τ’ ατόφια σου συναισθήματα.
Κι ύστερα, σκέφτεσαι ότι κάποιες φορές θα ήθελες να αποπειραθείς να ελευθερώσεις τις λέξεις σου από τα δεσμά της σιωπής και να τις αφήσεις να πετάξουν ελεύθερες στο μικρό δωμάτιο, ψάχνοντας να βρουν μόνες τους τα διαθέσιμα ανοιχτά αφτιά εκείνων των αγαπημένων σου. Για να εισχωρήσουν ορμητικά στο μυαλό τους. Από την άλλη αναρωτιέσαι όμως κιόλας, μήπως και τους τρομάξουν όλα αυτά, που όμοια με εξομολογήσεις θα αιωρηθούν στον αέρα. Κι έτσι δένεις ακόμα πιο σφικτά τις λέξεις σου, τις μετράς ξανά, τις γδύνεις από εξάρσεις, τις συνθέτεις τόσο ωμά επιτηδευμένα, ώστε ηθελημένα να παραιτούνται από οποιοδήποτε εντυπωσιασμό θα μπορούσαν να προκαλέσουν.
Από την άλλη, γνωρίζεις ότι στροβιλίζονται αιχμάλωτα, όλα εκείνα τα πολύ όμορφα μέσα σου, που αν τα αφήσεις να ξεφύγουν από τα δεσμά σου, θα διεισδύσουν με τόση δύναμη στο μυαλό των άλλων, που θα τους παρασύρουν να σε λατρέψουν χωρίς δισταγμούς, χωρίς ενοχικές δεύτερες σκέψεις. Αλλά ούτε κι αυτό το θες έτσι. Γιατί για σένα, είναι πιο σημαντικό να νιώσεις τον άλλο, πρώτα κοντά σου. Να τον κοιτάξεις με τα μάτια της ψυχής σου, να τον ψηλαφίσεις διερευνητικά με τα ακροδάχτυλα του νου, να τον νιώσεις σαν εύπλαστο πηλό μέσα στα χέρια σου, δίνοντάς του μα παράλληλα παίρνοντας κι εσύ από εκείνον, σχήμα. Ένα σχήμα, που μέσα από τη δύναμη της αλληλεπίδρασης, θα σε παρασύρει στους δρόμους της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, που είναι ό, τι πιο σημαντικό για τη σχέση που επιθυμείς.
Είναι όμως και κάποιοι σπάνιοι, που τις νιώθουν τις σιωπές σου ως τα ανήλιαγα, βαθιά γαλάζια τους. Εκείνοι, που ατελέσφορες κάνουν πάντα προσπάθειες, προκειμένου ν’ ανοίξουν το σκληρό σου κέλυφος, για να μπορέσουν να ρίξουν δειλές αχτίδες φωτός στους λαβύρινθους, που κρύβονται φοβισμένα, τα συναισθήματά σου. Μήπως και καταφέρουν να ξεδιαλύνουν μέσα τους λίγο καλύτερα την αχνή, θολερή σου μορφή. Γιατί για εκείνους, είναι προτεραιότητα να σε αποσαφηνίσουν και να σε ερμηνεύσουν αποκωδικοποιώντας όλους αυτούς τους άγνωστους, πολυσύνθετους κώδικες που σε διέπουν. Προκειμένου να φτάσουν στην ουσία σου.
Είναι εκείνοι, που μπορεί να μη σε ακούσουν να τους μιλάς, αλλά και μόνο που θα σε κοιτάξουν ίσια μέσα στα μάτια, θ’ αντικρίσουν τα στίφη από τα άπιαστα σύννεφα, που ταξιδεύουν γρήγορα μέσα σου. Θα πιάσουν το χέρι σου εκεί χαμηλά στον καρπό, για να αφουγκραστούν τους μοναδικούς σου χτύπους, μετρώντας τους έναν προς έναν. Θα γείρουν το κεφάλι τους και θα σφραγίσουν τα μάτια τους δίπλα εκεί στο στέρνο σου. Για να ‘ναι κοντά σε όλα εκείνα τα ασίγαστα που φωλιάζουν μέσα σου.
Κι ύστερα θρασύδειλα, θα τολμήσουν να φιλήσουν εκείνη την αδιόρατη χαραμάδα δίπλα στο χαμόγελό σου. Κι αμέσως θα νιώσεις, ότι από τούτη δα τη μικρή ρωγμή σου, θα ξεπροβάλει λαθραία κι άδηλα, εκείνο το ξεκάθαρο, άπλετο φως, που σκορπίζεται και φωτίζει όλα τα γύρω σου. Το δικό σου φως, που ανατέλλει και δύει σε μια αέναη πορεία, θρυμματίζοντας το σκληρό, προστατευτικό κέλυφος της ζωής σου. Ίσως και να τα κατάφεραν τελικά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου