Είσαι κι εσύ ο τολμηρός κι ατρόμητος χαρακτήρας, που δε δειλιάζεις να συντρίψεις ό, τι έχεις νιώσει μέσα σου κι αποφασίζεις να λιποτακτήσεις από μια σχέση, που ξέρεις ότι σε οριοθετεί, δε σ΄ εκφράζει, δε σ΄ εμπνέει πλέον. Κλείνεις βίαια και ξαφνικά όλους τους διαύλους επικοινωνίας, κατεβάζεις τα στόρια μέσα σου κι αφήνεις όλους εκείνους τους άλλους στα σκοτάδια, να βασανίζονται με τη σκέψη σου. Δε θέλεις καν να τους αντικρίσεις εκείνους τους δειλούς, που νιώθεις ότι δε σ΄ εκτιμούν αρκετά. Που δεν τολμούν να σου χαρίσουν ούτε ένα αποτύπωμα από το άγγιγμά τους.
Θυμώνεις μαζί τους. Θυμώνεις με το πόσο ελάχιστοι φαντάζουν στα μάτια σου και το πόσο ασήμαντα μικρές ήταν τελικά, εκείνες οι «μεγάλες προσδοκίες» που άφησες για εκείνους, ανυπότακτες να θεριεύουν μέσα σου. Κι αποφασίζεις, να ανέβεις τα σκαλιά της αδιαφορίας σου, γρήγορα αυτή τη φορά και να τους αφήσεις στο έρεβος της εγκατάλειψής σου. Να τους στερήσεις, ό, τι πιο όμορφο τους είχες χαρίσει. Λίγο από εκείνον τον πολύτιμο εαυτό σου. Λίγες από τις μεταξένιες σκέψεις και τα πορφυρένια πάθη σου, που έγερναν κι ακουμπούσαν πάνω στον ώμο τους, όλα εκείνα τα βράδια που ένιωθαν μόνοι. Λίγες από εκείνες τις όμορφες λέξεις σου, που ανέβαιναν με φειδώ πια στα χείλη σου, γιατί ποιος θα σε πίστευε τελικά, αν άφηνες όλα αυτά να ξεχυθούν από μέσα σου; Ποιος νομίζεις ότι θα σε πίστευε αληθινά; Θα μπορούσαν να κατανοήσουν ότι όλες εκείνες οι λέξεις, που τόλμαγαν ν΄ αναδυθούν νωθρές από τα τελματώδη χείλη σου και που αποπειράθηκαν να δραπετεύσουν από τα εσώψυχά σου, ήταν απόλυτα ακέραιες και χωρίς ίχνος υπερβολής;
Κι έπειτα άρχιζε να σαλεύει μέσα σου το αίσθημα της απαξίωσης, για το τι νιώθουν πια εκείνοι για σένα. Γιατί εκείνη τη στιγμή, αυτό που είχε σημασία για σένα, ήταν αυτός ο εκκωφαντικός κρότος που άκουγες μέσα στ’ αφτιά σου από την κατάρρευση των συναισθημάτων σου. Κι ήταν τόσο δυνατός ο πάταγός τους, που δε σ’ άφηνε ν’ αφουγκραστείς ούτε ένα «μείνε». Για το πόσο πολύ σ΄ αγάπησαν, αλλά δεν μπόρεσαν ποτέ να σου το αποδείξουν, λύνοντας όλες εκείνες τις πολυσύνθετες εξισώσεις των εσωτερικών συναισθημάτων που τους έθεσες, ώστε να περάσουν με επιτυχία τις εξετάσεις της αποδοχής σου.
Κι ένιωσες να σε απορρίπτουν, ίσως αδίκως, μα συνέβη. Γιατί ένιωσες τη μοναξιά να σε τυλίγει όταν όλοι σ΄ εγκατέλειψαν και ζήτησες βοήθεια από εκείνους που νόμιζες ότι θα στην πρόσφεραν, μα κι εκείνοι ακούσια, το αρνήθηκαν. Έμειναν παγωμένοι, μην μπορώντας να διαχειριστούν όλη αυτή τη μοναδικά ισχυρή στιγμή, που ξετυλίγονταν μπροστά τους, μη καταλαβαίνοντας προς στιγμήν τη συντριβή σου, την οδυνηρή κραυγή σου, την έκκλησή σου για βοήθεια. Κι εσύ ένιωσες, ότι αυτό το χέρι που άπλωνες, θα έμενε μετέωρο, χωρίς να υπάρχει κανείς απέναντι για να το πιάσει.
Είναι εκείνοι οι περιθωριακοί παρίες της αγάπης, που ενώ ξέρουν ν’ αγαπούν βαθιά κι αληθινά, φοβούνται ν’ αφεθούν ν΄ αγαπηθούν. Γιατί πιστεύουν ότι δεν αξίζουν να τους αγαπήσει κανείς. Κι αυτό που έχουν μάθει πολύ καλά τελικά, είναι να διώχνουν από κοντά τους όποιον τολμά να το κάνει, έστω και κόντρα στις επιθυμίες τους. Ίσως, για να καταφέρουν να αποδείξουν και πάλι ότι είναι εκείνοι οι ανάξιοι ερασιτέχνες του έρωτα, οι αέναοι επαίτες του, οι επιδέξιοι παραχαράκτες του, που κανείς δε θα γυρίσει να τους ρίξει ούτε μια δεύτερη περιφρονητική ματιά. Εκείνοι, που θα ζήσουν απαρατήρητοι, κρυμμένοι στις σκιές σου, αρνούμενοι να διεκδικήσουν από τη ζωή σου κάτι περισσότερο από μια σκέψη σου.
Ίσως για να μη σε αναστατώσουν, ή επειδή θα αρνηθούν να λεκιάσουν τις σελίδες των βιβλίων της ζωής σου. Και τελικά θα τους κρίνεις; Θα τους δικάσεις; Θα τους κηρύξεις ένοχους για όλα εκείνα τα ασυγχώρητα εγκλήματα της δειλίας, που έχουν διαπράξει; Θα τους ρίξεις ανενδοίαστα στην ειρκτή της απόρριψής σου; Γιατί ξέρεις κι εκείνοι βαθιά μέσα τους, αυτό αποζητούν τελικά. Να μείνουν εκεί εξορισμένοι, για να μη σε τσαλακώσουν με όλα αυτά τα μεγάλα και υπερβολικά, που νιώθουν για σένα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου