Είναι κι εκείνες οι πολύτιμες σχέσεις, που αναπτύσσονται μεταξύ μας και χτίζονται λιθαράκι, λιθαράκι, αργά χωρίς βιαστικές σπασμωδικές κινήσεις, τη στιγμή που παράλληλα προσπαθείς μέσα απ’ αυτές, ν’ ανακαλύψεις τις ασαφείς προθέσεις, τα εσωτερικά κίνητρα ή τους απώτερους στόχους του άλλου. Είναι που αποπειράσαι να ξεκινήσεις την επίπονη διαδικασία της επικοινωνίας, προκειμένου να ανακαλύψεις το καλά κρυμμένο, εσωτερικό του ανθρώπου δίπλα σου. Εκεί, κάτω από το σκληρό και καλά σφραγισμένο κέλυφος της ψυχής του.
Είναι που αρχίζεις να αφαιρείς απαλά το σακάκι της επίσημης συμπεριφοράς του άλλου κι αφού το αφήσεις να συρθεί στο πάτωμα, προχωράς διστακτικά στο ξεκούμπωμα του καλά εφαρμοσμένου πουκαμίσου της φιλικής του συμπεριφοράς. Κι εκεί στο τέλος, μένεις να τον κοιτάς απογυμνωμένο εντελώς, κάνοντάς τον να νιώθει απίστευτα τρωτός κι ευάλωτος, καθώς στέκεται απέναντί σου μονάχα με τ’ ατόφια κι ακατέργαστα συναισθήματά του. Χωρίς τίποτα άλλο. Γιατί το ζητούμενο της ουσιαστικής επικοινωνίας, αυτό είναι. Να μείνουμε καθαροί από «πρέπει» και «ίσως» και να βουτήξουμε στη μέθεξη της πραγματικής ανθρώπινης προσέγγισης πέρα από επιφανειακές συμπεριφορές, από επίπλαστες, εικονικές στάσεις ζωής.
Στην αρχή είμαστε δυο ξένοι. Κάτι όμως μας φέρνει πιο κοντά. Ένα τυχαίο μήνυμα ίσως, που φαντάζει απότοκο ενός ακόμη παιχνιδιού της δόλιας συγχρονικότητας, η οποία μας οδηγεί, σε κρυφές και μυστικές μεταναστεύσεις σαν αποπροσανατολισμένους λαθρεπιβάτες. Μια ασήμαντη, επουσιώδης αλλά αναγκαία επικοινωνία, που ωθεί τις σκέψεις μας να πάλλονται σε αδιάλειπτους ρυθμούς, σε μια προσπάθεια πλήρους εναρμόνισης των νοητικών δονήσεών μας, μ’ εκείνες του δέκτη μας. Διαπιστώνοντας, ότι αυτή η καθημερινή επικοινωνία, μας ανοίγει διαύλους ψυχικούς, οι οποίοι παρέμεναν ανενεργοί κι ερμητικά στεγανοί μέχρι τώρα.
Το μυαλό μας αποζητά διακαώς την ανταλλαγή των επικοινωνιακών μηνυμάτων, ακατάπαυστα, χωρίς τέλος. Γιατί όλο αυτό το κενό που νιώθαμε, δοκιμάζεται να γεμίσει ορμητικά μεμιάς με λέξεις, εικόνες, παραστάσεις κι εντυπώσεις που απουσίαζαν. Κι εκεί, νιώθεις τη δύναμη αυτής της αμφίδρομης διάδρασης σε όλο της το μεγαλείο. Σε παρασύρει, σε ενθουσιάζει, σε κυριεύει, γιατί είναι μοναδική κι αποκλειστικά εξαρτώμενη από τους συμμετέχοντες της. Από τις ετεροκαθοριζόμενες προσωπικότητες, που η καθεμία είναι τόσο διαφορετική από την άλλη, αλλά ταυτόχρονα, διακατέχονται από την ίδια εναγώνια κοινή προσδοκία. Ν΄ αγγίξουν την απόλυτη νοητική ταύτιση.
Γιατί όλα από εκεί ξεκινούν κι όλα εκεί τελειώνουν. Από τις δυνατές ανταλλαγές των άγνωστων σημάτων μεταξύ πομπών και δεκτών. Και το ζητούμενο σ’ αυτή την ανταλλαγή είναι η αποκωδικοποίηση όλων αυτών των μηνυμάτων. Για να κατορθώσουμε ν΄ανακαλύψουμε μέσα μας, το μυστήριο του άγνωστου μέχρι στιγμής δέκτη και να πιστέψουμε ότι έτσι μειώνουμε τις κάθε είδους, μεταξύ μας αποστάσεις. Νοητικές, συναισθηματικές, σωματικές.
Είναι όλα εκείνα τα λόγια, που ξεστομίζονται προς εκείνους τους άγνωστους ανθρώπους, που σιγά σιγά αρχίζεις και βλέπεις μέσα από το διάφανο κορμί τους, την ίδια τους την ψυχή. Χωρίς σταματημό, με μια αδιόρατη ορμή, που σε ωθεί να θέλεις να τους ανακαλύψεις ξανά από την αρχή, με το χάραμα της νέας μέρας. Τους ανοίγεσαι με περισσή ευκολία, γιατί είναι οι δικοί σου άγνωστοι κι εσύ αισθάνεσαι ασφαλής γιατί ίσως, να μην τους αντικρίσεις και ποτέ. Δε σε νοιάζει να τους κρυφτείς, γιατί ξέρεις ότι δεν είναι εκεί για να σε κρίνουν και να σε δικάσουν, για ό, τι τους διαβιβάζεις. Γιατί αν γίνει διαφορετικά, γνωρίζουν, ότι θα φύγεις με μια εξαιρετική ευκολία, κλείνοντας πίσω σου όλες εκείνες τις χαραμάδες, που δοκίμασες να τις αφήσεις ανοιχτές προκειμένου να χυθεί προς τα έξω το λιγοστό φως σου. Θα τραβήξεις τις κουρτίνες και θ’ αφήσεις να βυθιστούν τα πάντα και πάλι στο σκοτάδι.
Εκείνοι όμως είναι εκεί για να σε νιώσουν βαθιά, γιατί και οι ίδιοι έχουν ανάγκη από μια παρόμοια ουσιαστική επικοινωνία. Γιατί νιώθουν ότι δεν τη βρίσκουν πουθενά εκεί έξω. Γιατί δεν υπάρχουν ανοιχτά αφτιά να τους αφουγκραστούν τις νύχτες, που τους ζώνει η μοναξιά, τόσο εκείνη η δική τους όσο κι εκείνη η ασήκωτη, που τους προσθέτουν οι άλλοι.
Κι όταν καταλάβεις ότι αυτή η επικοινωνία μετατρέπεται πλέον σε εθιστική σου ανάγκη, θα προσπαθήσεις να την οριοθετήσεις πασπαλίζοντάς τη με άφθονη λογική, μην τολμώντας να παραδεχτείς στον εαυτό σου ότι ο άλλος, σου είναι πλέον απαραίτητος. Σαν τις ανάσες που παίρνεις κάθε στιγμή, σαν τα όνειρα που διαβαίνουν φευγαλέα όταν κλείνεις τα μάτια, σαν την αγκαλιά που δε θέλεις να φύγεις από μέσα της.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου