Είσαι κι εσύ, που υποκύπτεις σε όλα εκείνα τα εσωτερικά διλήμματα κι αφήνεις όλα τα σιδερόφραχτα περιφράγματα να ορθωθούν έντεχνα, για να οριοθετήσουν τις υποταγμένες στο συναίσθημα συμπεριφορές σου. Επιλέγοντας να εκφράσεις ό, τι όμορφο σαλεύει στους εσωτερικούς σου λαβύρινθους, με πιθανόν λάθος τρόπο, για όλους τους άλλους. Μα εσύ, πιστεύεις ότι έτσι είναι το σωστό. Θα προτιμήσεις ν’ αφήσεις μια μικρή απόδειξη αγάπης στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου εκείνου που νιώθεις ότι αγαπάς, αντί να τρέξεις να χτυπήσεις το κουδούνι του, για να διεκδικήσεις ένα αδιάφορο βλέμμα του. Γνωρίζοντας ότι τελικά αυτές σου οι κινήσεις, ίσως και να χλευαστούν, επειδή δε θα κατανοηθούν. Γιατί τελικά, ποιος περιμένεις να σε καταλάβει;
Εσύ πιστεύεις όμως, ότι είναι κι αυτή μια μορφή αντισυμβατικού έρωτα. Έξω από τα καθιερωμένα, διαφορετική από τα ξεθωριασμένα αντίτυπα της φθηνής μαζικής παραγωγής, που η πλειοψηφία γύρω σου εξακολουθεί κι αναπαραγάγει με εντατικούς ρυθμούς. Γιατί το απύθμενο μέσα σου αυτό σε προστάζει, αυτό σε ωθεί ν’ ακολουθήσεις. Χωρίς υποκλίσεις στη λογική, χωρίς υπακοή στο συνηθισμένο. Κόντρα στις νόρμες, στις πανομοιότυπες εξακολουθητικές συμπεριφορές, στις αναμενόμενες εξελίξεις που η εμπειρία όλων, προσδοκά. Γιατί έτσι είσαι εσύ. Κι αυτό δε θα το αλλάξεις για κανέναν.
Και νιώθεις έντονα να παλεύουν μέσα σου εκείνες οι αντίρροπες δυνάμεις που σε οδηγούν σε εσωτερικές συγκρούσεις, που σε κατευθύνουν για άλλη μια φορά σε όλους τους περιοριστικούς στενούς δρόμους της αναβλητικότητας. Κι έρχεσαι να πιστέψεις ότι υφαίνεις ατέρμονα τη ματαιότητα των διαρκών αναβολών. Μια μικρή σήμερα, μια μεγαλύτερη αύριο, μια οριστική άτακτη οπισθοχώρηση με σημαντικές απώλειες, λίγο αργότερα. Περιμένοντας να έρθει εκείνη η μέρα που θα τις ξηλώσεις όλες μονομιάς, επιτρέποντας στις αποφάσεις να δώσουν κατευθύνσεις στα αβέβαια βήματά σου.
Ίσα που να πιστέψεις κι εσύ ότι θα έρθει κάποτε η στιγμή ν΄ αποκτήσεις τη δύναμη ν΄ αντιμετωπίσεις όλους εκείνους τους δαίμονες που σε κρατούν δέσμιό τους. Που δε σ΄ αφήνουν να κάνεις ούτε ένα παραπάνω βήμα στα σκαλιά που θες ν’ ανέβεις. Εκείνους, που μπορούν να προβλέψουν για σένα και τη ζωή σου, καλύτερα κι από τη δοκιμασμένη σου εμπειρία. Μα κι όλους αυτούς τους υπόλοιπους που σε κάνουν να πιστεύεις ότι, ό,τι δεν εκπληρώθηκε, θα μείνει αιώνιο μέσα μας να σκιρτά με μεγαλύτερη ένταση κι από τον πιο δυνατό πραγματωμένο έρωτα. Γιατί αγέρωχα αντιστάθηκε στη φθορά της απομυθοποίησης, στην ισοπέδωση του γνώριμου και της συνήθειας. Κι ήταν κι αυτό, μια νίκη για όλους εκείνους που αγαπούν.
Είναι που θεωρείς ότι όλο αυτό το μεγαλειώδες που πλάστηκε μέσα στο μυαλό σου έμεινε ανέγγιχτο από τα δάχτυλα όλων εκείνων των νοοτροπιών που οι άλλοι σου επιβάλλουν. Και γνωρίζεις ότι η αντίστασή σου ήταν σθεναρή, ότι έδωσες μάχες που σε λύγισαν έστω και για λίγο, αλλά ποτέ δεν ήταν ικανές να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο εσύ μοναδικά αγαπάς. Κι ας είναι αυτός ιδιαίτερος, ιδιόρρυθμος ή ακατανόητος για τους πολλούς. Εξακολουθεί και παραμένει ο μοναδικά δικός σου τρόπος.
Και ο άλλος; Τι θα σκεφτεί άραγε εκείνος για σένα; Μπορεί πραγματικά να σε νιώσει, να κατανοήσει τις βαθύτερες σκέψεις σου, τα ουσιαστικά σου κίνητρα; ‘Η θα μείνει μόνο στην επιφάνεια των κινήσεών σου, κριτικάροντάς σε έντονα, επειδή δεν μπορεί να κατανοήσει ή να ταυτιστεί με αυτήν τη μορφή εκδήλωσης αγάπης; Γιατί ίσως για εκείνον, δε θα έρθει ποτέ η ώρα της συνειδητοποίησης της αίσθησης του να σε αγαπούν με ιδιαίτερους, διαφορετικούς τρόπους. Πέρα από τα αναμενόμενα, πέρα από τα όσα απλά μπορεί να περιμένει κανείς από έναν σύντροφο.
Θα το τολμήσει μαζί σου νομίζεις; Θα τολμήσει να αφεθεί να τον παρασύρεις σε ανεξερεύνητους για εκείνον δρόμους μέσα από τους οποίους θα πορευθείτε αναζητώντας την πεμπτουσία του έρωτα; Εκείνη την απόλυτη ταύτιση του μυαλού και των συναισθημάτων; ‘Η θα προσπαθήσει να σε παρασύρει στις δικές του ατραπούς, προσπαθώντας ν’ αλλάξει τον τρόπο που εσύ λειτουργείς; Μόνο και μόνο επειδή διαφωνεί μαζί σου για τον τρόπο που αγαπάς. Μόνο και μόνο γιατί δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι δίπλα από το ρήμα «αγαπώ» πλαγιάζει πάντα και το «διαφορετικά».
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου