Νυχτώνει. Ο ήλιος χάρισε τις τελευταίες του πνοές για σήμερα. Νιώθω τις πρώτες στάλες της βροχής πάνω στο δέρμα μου. Βρέχει. Περπατώ για άλλη μια φορά στους έρημους από παρουσίες και παγωμένους από συναισθήματα, δρόμους. Δρόμοι, που πριν τους διαβείς βλέπεις στο πλάι τους να στέκονται αγέρωχα κι επιβλητικά, οδικά σήματα αδιεξόδου. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σε προειδοποιήσουν: «Μη με διαβείς. Δε θα σε πάω μακριά.»
Μόνη συντροφιά το φως του φανοστάτη, που σκορπίζεται αχνό στην άσφαλτο. Οι ψιχάλες που πέφτουν χορεύοντας, μουσκεύουν τα πάντα. Το πρόσωπό μου διψασμένο, τους χαρίζεται. Κλείνω τα μάτια, σηκώνω ψηλά το βλέμμα και τις γεύομαι μέσα στα χείλη μου. Θύμησες γυρίζουν στο μυαλό για αγγίγματα μυστικά, που σύρθηκαν πάνω στο δέρμα, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς ενοχές, χωρίς υποσχέσεις. Τυλίγω τα χέρια μου γύρω από το κορμί μου, σε μια επαναλαμβανόμενη προσπάθεια να νιώσω ξεχασμένα, κρυμμένα συναισθήματα. Όλα εκείνα τ’ ανυπόφορα, τα καταχωνιασμένα στο μυαλό. Τα εγκλωβισμένα κι άτσαλα στριμωγμένα.
Σκύβω το κεφάλι σε μια μόνιμη πια συνήθεια, που με παροτρύνει να χαμηλώνω την ύπαρξή μου. Τα μάτια μου εξερευνούν τα βρόμικα, βρεγμένα πεζοδρόμια. Κρύβω τα χέρια μου στις τσέπες. Τ’ ακουστικά στ΄ αφτιά μου, σφηνώνουν μελωδίες μέσα στο μυαλό μου. Βήματα, αργά, σταθερά, βελούδινα μα στερημένα από κατευθύνσεις, χάρτες, πυξίδες και προορισμούς.
Η βροχή δυναμώνει. Με προσπερνάς, στέκεσαι, διστάζεις. Μια όμορφη, λεπτή φιγούρα με κόκκινη ομπρέλα, γεμίζει τη σκηνή, καθώς σηκώνω τα μάτια. Το βλέμμα μου σ΄ αγκαλιάζει απαλά. Όμορφα, ονειροπόλα, καστανά μάτια. Έρχεσαι κοντά μου διστακτικά, με αβέβαια βήματα. Με βάζεις κάτω από την ομπρέλα σου. Αυτή τη μεγάλη κόκκινη ομπρέλα, που προς στιγμήν, μου προσφέρει ασφάλεια.
Σου χαμογελώ. Μου χαμογελάς. Κι όλο το σύμπαν μοιάζει να στριφογυρίζει, να δονείται στους ρυθμούς των βλεφάρων σου, ν’ ακτινοβολεί μέσα στο συγκρατημένο μειδίαμά σου. Αγγίζω το χέρι σου σε μια απλή πράξη ευγνωμοσύνης. Βάζω το ένα ακουστικό μου στο αφτί σου, για να νιώσεις τις μελωδίες μου. Χαμογελάς, κλείνεις τα μάτια κι αφήνεσαι. Μ΄ αγκαλιάζεις, και νιώθω το χέρι σου να κυλάει προστατευτικά στην πλάτη μου.
Βαδίζουμε μαζί, σ΄ ένα δρόμο χωρίς αδιέξοδα σήματα, γεμάτο βρόχινο νερό, που μοιάζει να προσπαθεί μάταια, να ξεπλύνει τις διαφορετικές πορείες μας. Βήματα αργά, ακαθόριστα, ανερμάτιστα, σε μια άγνωστη διαδρομή απρόσμενης στοργής. Κλείνω τα μάτια κι αφήνομαι να χαθώ μέσα στην αγκαλιά σου. Οδήγησέ με λοιπόν. Οδήγησε τα βήματά μου στους δρόμους σου, στα μυστικά σοκάκια σου. Σ’ εκείνα τα στενά σοκάκια του μυαλού σου, τα χωρίς φανοστάτες, τα υποφωτισμένα, τα γεμάτα μυστικούς πόθους και πάθη. Εκείνα, που μέσα τους θα χαθώ σε χιλιάδες αναίτιες διαδρομές, έτσι χωρίς λόγο, χωρίς σκοπό. Θα με παρασύρεις και θα μείνω εγκλωβισμένη εκεί, σε μια άκαρπη προσπάθεια να σε αποσαφηνίσω.
Θα σου κλείσω την ομπρέλα και θα μείνουμε κι οι δυο για λίγο, με μάτια κλειστά, μέσα στη δίνη της νυχτερινής καταιγίδας. Θα σε κοιτάξω. Χαμογελάς μ΄ ένα όμορφο, δειλό χαμόγελο, άτολμο, εσωστρεφές. Κι οι σταγόνες της βροχής κυλούν πάνω στην άκρη του χαμόγελού σου. Μένουμε εκεί στην άκρη του σοκακιού, να κοιτάζει ο ένας τα μάτια του άλλου. Ανιχνεύοντας ο ένας τις παγερές εκπνοές του άλλου, σε μια προσπάθεια να τις νιώσουμε να σκαρφαλώνουν πάνω στα ψυχρά πρόσωπά μας.
Τα κορμιά μας, βρεγμένα, αγκαλιάζονται. Σφικτά, χωρίς να παίρνουμε ανάσα. Κρατάμε μέσα στα χείλη μας όλες αυτές τις λέξεις, που τόσο θέλουμε να πούμε αλλά δεν αρθρώνονται, φοβούμενοι μήπως θρυμματίσουν τη σιωπή κι υποβιβάσουν έτσι, αυτό που αισθανόμαστε. Μένουμε κενοί, μην τολμώντας να διώξουμε τη σιωπή της νύχτας εκφράζοντας όσα αναδεύονται μέσα μας.
Νιώθω τα χείλη σου ν’ αποζητούν ν΄ αποστραγγίσουν τα δικά μου. Υγρά και νοτισμένα από τις βρόχινες στάλες. Να προσπαθούν να μ’ ανακαλύψουν σε μια απρόσμενη διεργασία εξερεύνησης προθέσεων και διαθέσεων. Τα χέρια σου μ’ αγγίζουν με δισταγμό. Η ανάσα σου άρρυθμη, βεβιασμένη, αχνή, προσπαθεί να τιθασεύσει τις ορατές πια εκπνοές σου. Μάταια, ατελέσφορα, ανήμπορα. Τ΄ ακροδάχτυλά σου τρυπώνουν αργά στη σάρκα μου κι αφήνουν τ΄ ανεξίτηλα σημάδια τους πάνω της. Κλείνω τα μάτια και παραδίδομαι, σε σένα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου