Νιώθουμε εγκλωβισμένοι σε μια αόρατα περιφραγμένη φυλακή. Χωρίς σκοπό, χωρίς κατεύθυνση, χωρίς προορισμό. Τα φώτα της πόλης και πάλι σβησμένα. Οι δρόμοι άδειοι από ανθρώπους κι από συναισθήματα. Δε συναντάμε πουθενά πρόσωπα, ούτε σκιές. Στο μυαλό μας γυρίζουν όμορφες ματιές, που δεν ανταλλάχτηκαν ποτέ. Φυλακίστηκαν στα ισχυρά δεσμά των φόβων. Δεν αναδεύτηκαν ποτέ, όλα αυτά τα συναισθήματα που σπάραξαν μέσα μας. Τα συνέθλιψε, εκείνη. Σε μια αόρατη, συνεχή της παρουσία πάνω στα συναισθήματά μας. Η απόλυτη αρχόντισσα του μυαλού μας. Η καθοδηγήτρια της τρομοκρατημένης σκέψης μας. Η στυγνή λογική μας.
Εκείνη, που δε μας επιτρέπει ν΄ ανασάνουμε και να βουτήξουμε στα γρανάζια της έξαρσης. Γιατί γνωρίζουμε πως αν βουλιάξουμε, δε θα καταφέρουμε να βγούμε στην επιφάνεια, ποτέ. Θα μείνουμε αιωρούμενοι στον μπλε βυθό, με ξέμπλεκα μαλλιά κι ανοιχτά τα χέρια, με το μυαλό μας έτοιμο να παραδοθεί στο τίποτα. Εκείνη, που την ορίζουμε να ζει μέσα σ΄ ένα αδιόρατο πλαίσιο, φτιαγμένο από συρματόπλεγμα, που όταν τολμάμε να το αγγίξουμε, τα χέρια μας ματώνουν. Η στυγνή λογική μας.
Μένουμε εκεί να κλείνουμε τα μάτια και να σκεφτόμαστε ο ένας τον άλλο, ατέρμονα, αδιάλειπτα. Παραμένουμε δειλοί και άτολμοι. Το μόνο που μας απομένει, είναι να νιώθουμε ξεχασμένα δάκρυα να χαράσσουν στο πρόσωπό μας καθοδικές πορείες, σε μια προσπάθεια να απαλύνουμε τις ψυχές μας. Ξορκίζοντας έτσι τις επώδυνες σκέψεις μας. Ξορκίζοντας την αδυναμία μας να τιθασεύσουμε, εκείνη. Τη στυγνή λογική μας.
Ο χρόνος μοιάζει να μας εξαπατά και πάλι, γελώντας μας σαρδόνια μέσα από το καθρέφτη μας. Δεν έγινε φίλος μας ποτέ τελικά. Μας χλεύαζε συνέχεια, όταν προσπαθούσαμε ν’ αφήσουμε ελεύθερα τα συναισθήματά μας, καθώς προσπαθούσαμε να εμπιστευτούμε τους ανθρώπους γύρω μας. Περίμενε ν’ απολαύσει τη συντριβή μας, όταν η εμπιστοσύνη μας σ’ αυτούς, αποδεικνύονταν ευάλωτη και κατέρρεε με πάταγο μέσα μας. Μας περίμενε εκεί στη γωνία, να μας δει γι’ άλλη μια φορά, να σερνόμαστε στα πατώματα, κρατώντας στο χέρι μας ένα σπασμένο ποτήρι με κόκκινο κρασί.
Νιώθουμε ότι ποτέ δε σηκώσαμε το κορμί μας όρθιο πραγματικά. Δεν αντισταθήκαμε σθεναρά. Λυγίσαμε και μείναμε εκεί. Να περπατάμε με τα χέρια στις τσέπες και ν’ ανιχνεύουμε τα βρόμικα πεζοδρόμια της ζωής μας, με μάτια χαμηλωμένα. Με βήματα, που πάντα μας απομάκρυναν από την αγάπη και τους εξοντωτικούς πόθους μας. Για χάρη εκείνης. Της στυγνής λογικής μας.
Κι αν τελικά πάντα εκείνη νικούσε, τότε είμαστε σίγουροι γιατί νιώθουμε αυτή την τεράστια μοναξιά μέσα μας. Εκείνη η κυριαρχική, στυγνή λογική, μας απομυζά, μας καθορίζει, μας ισοπεδώνει. Δεν της αντιστεκόμαστε όμως. Αυτό το δέος, μπροστά στη μαύρη σκιά του φόβου, μας λυγίζει. Ίσως τελικά τα συναισθήματά μας, δεν ήταν ικανά ν’ αντισταθούν στην αιχμηρή πίεσή της. Ίσως δεν υπήρξαν τόσο δυνατά όσο θέλαμε να πιστέψουμε, ώστε να καταφέρουν να τη συντρίψουν.
Κι αν τελικά σκεφτούμε αλλιώς; Αν την παραμερίσουμε, αγνοώντας την επιδεικτικά και καταφέρναμε να βρούμε τη δύναμη να της αντισταθούμε; Τι μπορεί να μας συμβεί τότε; Μήπως θα μπορούσαμε να νιώσουμε όλα εκείνα τα κρυμμένα συναισθήματα, που έχουμε απαρνηθεί για χάρη της; Θα σπάζαμε τα δεσμά των φόβων μας και θα διεκδικούσαμε ένα κυνήγι για τις μικρές στιγμές ευτυχίας στη ζωή μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου