Όμως το να έχεις ερωτευθεί δε σημαίνει ότι έχεις αγαπήσει. Μπορεί είσαι ερωτευμένος με κάποιον και παρ’ όλα αυτά να τον μισείς. Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, 1821-1881, Ρώσος συγγραφέας
Έρωτας. Η πρώτη επίμονη διερευνητική ματιά. Τότε που τα μάτια παγώνουν για δευτερόλεπτα και ξεχνούν ν΄ανοιγοκλείσουν καθώς αφήνονται απαλά στη θέα σου. Ρουφούν με λαιμαργία το φως που διαχέεται από τα δικά σου μάτια. Κι είναι που νιώθεις εκεί στ’ ανεξερεύνητα τις ακτίνες της ψυχής να σε διαπερνούν και να καταλήγουν στη διέγερση των πιο έντονων συναισθημάτων. Το πρώτο, ακαθόριστο και συνάμα ανεξήγητο σκίρτημα, λοιπόν. Η θαυμάσια αίσθηση των βελούδινων αγγιγμάτων από τα διαυγή, μυριόχρωμα φτερά των πανέμορφων πεταλούδων που θα μετοικήσουν και θα φωλιάσουν μέσα σου. Άπιαστες, εξαγνισμένες, τρυφερές. Ανέγγιχτες από δάχτυλα ανθρώπων που επιθύμησαν να τις περιορίσουν, άθικτες απ’ όσους πόθησαν να τις γεμίσουν ενοχές.
Κι είναι η στιγμή που ο έρωτας γεννιέται μέσα σου και σε διεκδικεί επίμονα κι εξουθενωτικά. Που σ’ αγκαλιάζει, σε τυλίγει και σε σφίγγει, βάζοντάς σε να χορέψεις με άγνωστους ανθρώπους, σε χρόνους ανύποπτους, σε χώρους απρόσμενους. Γιατί εκείνος δε γεννιέται μέσα σου για να υποκλιθεί στην άτεγκτη λογική σου. Πρόθεσή του είναι να συγκρουστεί μετωπικά μαζί της, να τη διαλύσει στη σαρωτική του δίνη, σκορπίζοντάς τη σε χιλιάδες ανίσχυρα κομμάτια. Κι αν δεν τα καταφέρει, τότε απλά εκείνος δεν ήταν αρκετός, δεν ήταν αμοιβαία ισχυρός.
Αγάπη. Άλλοτε απότοκη του εξοντωτικού έρωτα κι άλλοτε πιστή συνοδοιπόρος του, του πιάνει σφικτά το χέρι και τον οδηγεί. Έρπει στ’ ανταριασμένα σωθικά μας, μεταμορφώνεται σε εθιστική ουσία που κυλά στις φλέβες μας, δυναστεύει το μυαλό μας, καθοδηγεί τ’ αβέβαια τρικλίσματά μας στα στενά σοκάκια των ακοίμητων πόθων μας. Πόσες φορές δε θελήσαμε μάταια να της επιβληθούμε και πόσες άλλε δε παρασυρθήκαμε μαζί της σε ταξίδια αλησμόνητα; Πόσες φορές δεν τολμήσαμε να την αρνηθούμε για να σώσουμε το κουρελιασμένο «εγώ» μας από τα μεταξωτά της δίχτυα, κι ύστερα προσπαθήσαμε ν΄ αναρρώσουμε αργά από τις ανίατες παρενέργειές της; Ατελέσφορα πολλές. Ήταν όταν ηθελημένα, ποθήσαμε υποκατάστατα για να συνηθίσουμε τις ηχηρές απουσίες, για ν’ απαγκιστρώσουμε το μυαλό μας από επώδυνες μνήμες χωρισμού. Όλες εκείνες τις μνήμες, τις άτσαλα ξεβρασμένες από μέσα μας και πεταμένες στη σκοτεινή τρύπα της λήθης μας.
Μίσος. Πώς να περιγράψει κανείς αυτό το συναίσθημα που γεννιέται σε ακραίες καταστάσεις; Πάθος σφοδρό, διαρκές, ανικανοποίητο κι ανελέητο που εκπορεύεται από ό,τι πιο ποταπό, αρχέγονο υπάρχει μέσα μας. Ικανό να διαλύσει ανθρώπους, να σπείρει δυστυχία, ν’ αδειάσει ζωές, να εξυμνήσει την προαιώνια κακία. Εμμονή που κυριεύει το μυαλό όταν η αγάπη μας προδίδει, όταν μας αρνείται πεισματικά την παρουσία της, όταν μας εγκαταλείπει μόνους στα κενά από παρουσίες δωμάτια. Μίσος για ό,τι οδυνηρά, αγαπήσαμε πολύ. Γιατί αφεθήκαμε λεηλατημένοι στα μάτια των άλλων, αποκαλυφθήκαμε τρωτοί κι ευάλωτοι μπροστά τους, εξαρτηθήκαμε όταν αποκαλύψαμε τα βαθύτερα, τρεμάμενα εσώψυχά μας. Και τώρα, πρέπει να ξαναβρούμε τη «χαμένη» αξιοπρέπειά μας, να λυτρωθούμε από τις προσωπικές μας απογοητεύσεις. Να επιβληθούμε ξανά στις καταστάσεις, να εγείρουμε το τσακισμένο, εγωιστικό μας ανάστημα στα μάτια όλων εκείνων που τώρα μας περιφρονούν.
Και θα τους μισήσουμε με όλη μας την αξιοθρήνητη ψυχή. Θα τους χαρίσουμε εκδίκηση, ψυχρή αδιαφορία, βαθιές νοσηρές πληγές που δεν επουλώνονται στον χρόνο. Θα τους τραυματίσουμε ύπουλα, θα τους γονατίσουμε ανενδοίαστα. Για να εξυμνήσουμε για άλλη μια φορά τη αθέμιτη, πύρρεια νίκη του ανυπόληπτου εγωισμού μας. Γιατί οφείλουμε να τον σώσουμε από την θλιβερή του κατολίσθηση στην κατακερματισμένη συνείδησή μας. Κι ύστερα θα σκύψουμε για να κρυφτούμε από όλους, μα περισσότερο από τον ίδιο μας τον εαυτό. Για να μην δει κανείς, ούτε καν εμείς οι ίδιοι, ότι η ψυχή μας αιμορραγεί ακατάσχετα. Ότι εμείς, σφαδάζουμε από τον πόνο, περισσότερο απ’ όλους.
Αγάπη και μίσος. Ν’ απέχουν αποστάσεις άλλοτε μικρές μεταξύ τους, κι άλλοτε ατελείωτες. Να τους χωρίζει μια αδιόρατη, κόκκινη, λεπτή γραμμή. Νοητή που δυνητικά μπορείς να την παραβιάσεις ορμητικά, αγγίζοντας έτσι όλα τ’ αντίθετα από τα όμορφα που ένιωσες. Είναι που και τα δυο αυτά ακραία συναισθήματα έχουν τη δύναμη να διεισδύσουν τόσο σαρωτικά στις ζωές μας, που μπερδεύουν τόσο τα μέσα μας και που μας οδηγούν στο να ακροβατήσουμε σαν τολμηροί, ανασφαλείς σχοινοβάτες άλλοτε στα φωτεινά κι άλλοτε στα σκοτεινά άκρα του έρωτα.
Όμως τελικά, όταν έχεις αγαπήσει αληθινά, δεν τολμάς να σκεφτείς ότι έχεις τη δύναμη να μισήσεις. Όταν έχεις δώσει πνοή σε ό,τι πιο μεγαλειώδες κρύβεις μέσα στην ψυχή σου, τότε δεν έχεις χώρο για κανένα αναξιοπρεπές συναίσθημα. Δε θα έπρεπε να έχεις! Γιατί αλλιώς, δεν αγάπησες αληθινά. Γιατί αλλιώς, ένιωσες ότι βίωσες τη διάψευση του έρωτα, πιστεύοντας ότι εσύ παρέμεινες ο αγνοημένος επαίτης του, κι εκείνος, ο αρνούμενος να σου χαρίσει οποιαδήποτε ελεημοσύνη. Γιατί τελικά, αυτό που έχει σημασία στη ζωή, είναι όχι ν΄ αγαπιέσαι, αλλά ν΄ αγαπάς! Ακόμη κι ανεκπλήρωτα. Ακόμη και χωρίς καμία ανταπόκριση. Μ΄ όλη τη δύναμη της θρυμματισμένης σου καρδιάς.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.