Οι μοναχικοί δε μιλάνε τις νύχτες. Ξαγρυπνούν, σκέφτονται κι ονειρεύονται. Δε λυπούνται, δε φοβούνται, μόνο περιμένουν. Ίσως, ένα τρίξιμο στην πόρτα καθώς ανοίγει, ικανό να κάνει την καρδιά τους να σκιρτήσει από την έξαρση της προσμονής. Ίσως ένα μήνυμα, που θα τους κάνει να πιστέψουν ότι η ύπαρξή τους σαλεύει, έρποντας μέσα στο μυαλό κάποιου άλλου μοναχικού.
Κοιτούν με ορθάνοιχτα μάτια τον ουρανό και στέλνουν παλιές, χιλιοειπωμένες προσευχές. Ελπίζουν ότι οι αναπνοές της νύχτας, θα τις μεταφέρουν στ΄ αφτιά όλων εκείνων των αγνώστων, που νιώθουν το ίδιο. Διψούν να γευτούν το χάδι μιας φωνής, που θα τους ψιθυρίσει μυστικά, υποσχέσεις. Από εκείνες τις ψεύτικες, που θα ειπωθούν για να φορτώσουν τ΄ όνειρα με πολύχρωμες βαλίτσες, έτοιμα ν’ αναχωρήσουν για προορισμούς χωρίς επιστροφή.
Οι μοναχικοί, τα βράδια γράφουν γράμματα στους δικούς τους αγνώστους, στοιβάζοντας στις γραμμές τους, της μέρας τους τ’ απομεινάρια. Πιέζουν και πονούν τις λέξεις τους πάνω στα άσπιλα, κενά τετράδιά τους, γεμίζοντάς τα με ίχνη κόκκινου μελανιού. Γιατί σ΄ εκείνες τις μεταμεσονύχτιες ώρες, δεν έχουν κανέναν να μιλήσουν. Δεν έχουν κανέναν ν΄ ακούσουν.
Μετρούν κίτρινες, άτσαλα ξεφυλλισμένες σελίδες στα παλιά βιβλία τους. Σ’ εκείνα τα βιβλία, που μέσα από τις όμορφα τυπωμένες λέξεις τους, αναδύονται τ’ άπιαστα όνειρα της ζωής τους. Εκείνα, που τα κυνηγούν μια ζωή κι αυτά κατορθώνουν και βρίσκουν πάντα τον τρόπο να ξεγλιστρούν μέσα από τα δάχτυλά τους. Και μένουν ξέπνοοι εκεί να τα κοιτούν καθώς χάνονται, αφήνοντας πίσω τους τον κουρνιαχτό της σκόνης τους. Παραμένουν εκεί, στις στροφές της ζωής τους, ή στις γωνίες των στενών δρόμων, απλώνοντας τα χέρια, χαμογελώντας. «Αύριο πάλι! Αύριο, θα καταφέρω να σας πιάσω».
Θέλουν ν΄ αγγίξουν το χέρι σου, μήπως και νιώσουν αδόκητα συναισθήματα να ξεχύνονται ανεξέλεγκτα. Τις περισσότερες φορές τα φοβούνται, τ’ αποφεύγουν, τ’ απωθούν. Προτιμούν να βυθίζονται στη θαλπωρή της μοναξιάς τους, σκεπτόμενοι ότι δε θ΄ αντέξουν την διαχείριση της έντασης των συναισθημάτων τους. Θα καταρρεύσουν παταγωδώς και θα θρυμματιστούν μέσα σ΄ ένα κόσμο, που ποτέ δεν προσπάθησε να καταλάβει πως ένιωθαν. Σ’ έναν κόσμο, που με μεγάλη ευκολία τους δικάζει, τους βρίσκει ένοχους και τους σέρνει σιδηροδέσμιους, στην εξορία της απόρριψής τους.
Γι’ αυτό και συνήθως επιλέγουν να κλείνουν με κρότο την πόρτα και ν΄ αφήνουν έξω από τη ζωή τους τις φλύαρες παρουσίες των επιτηδευμένων απόντων. Επιλέγουν ν΄ απουσιάζουν απ΄ όλα κι απ΄ όλους.
Είναι όμως κι εκείνοι οι μοναχικοί, που ζουν μέσα στη βοή των πολλών, αδιάφορων ανθρώπων. Περιτριγυρίζονται από εκείνους, που τους κάνουν να νιώθουν πιο μόνοι κι από την παρέα του εαυτού τους, πιο μόνοι κι από την ίδια τη μοναξιά τους. Από εκείνους, που ποτέ δε θα τους ακούσουν, ποτέ δε θα τους ανακαλύψουν, ποτέ δε θα τους νιώσουν. Θα συνοδέψουν τη ζωή τους, πολλές φορές για χρόνια, χωρίς να καταφέρουν να τους αγγίξουν πουθενά. Θα περάσουν δίπλα τους και θα νιώσουν μόνο την παγωμένη ανάσα τους στο πρόσωπό τους. Δε θα μιλήσουν ποτέ στην ψυχή τους, γιατί δε γνωρίζουν τη γλώσσα της ενσυναίσθησης κι ούτε καν θα μπουν στον κόπο ν’ ανοίξουν το λεξικό, για να ψάξουν την ερμηνεία της. Θα ικανοποιήσουν τις ανάγκες που κρύβονται μέσα στο κέλυφος της σάρκας τους, αλλά όχι εκείνες που λιμνάζουν απείθαρχες και τελματώδεις στα ‘σώψυχά τους. Και θα τους ωθήσουν να νιώσουν πιο μόνοι από ποτέ.
Κι αν προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε και να καταλήξουμε για το ποιο από τα δυο είδη μοναξιάς είναι το απεχθέστερο, πού θα οδηγηθούμε; Είναι χειρότερη εκείνη που επιλέγουμε εμείς από μόνοι μας λόγω συνειδητότητας, ή εκείνη την οποία μας επιβάλλουν με την παρουσία τους οι άλλοι γύρω μας;
Η δική μας είναι αυτόβουλη, ελεύθερη, επιλεγμένη. Δεν την ορίζει και δε μας την επιβάλλει κανείς. Γεννιέται και θεριεύει αποφασιστική, διεκδικητική κι αποσαφηνισμένη, μέσα από επώδυνες και σύνθετες εσωτερικές διεργασίες, πιάνοντάς μας από το χέρι κι οδηγώντας μας στη γνωριμία με το, καλά κρυμμένο, μέσα μας. Μας μιλά με ανέκφραστες, σιωπηλές λέξεις, για όλα αυτά που ζητά να βρει μέσα στα μάτια των ανθρώπων μας. Κι αθόρυβα, μας προχωράει ένα βήμα παραπέρα.
Αυτή των άλλων, μας βασανίζει και μας απογοητεύει περισσότερο. Είναι που κάποιοι γύρω μας θα μας αναγκάσουν ν΄ αποσυρθούμε μέσα μας, σκεπτόμενοι πόσο δεν καταφέρνουν να γεμίσουν την ψυχή μας με όλα εκείνα τα κενά, ανούσια λόγια που ανεβαίνουν στα χείλη τους και προβάλλονται στις πράξεις τους. Και θα μας ωθήσουν ξανά από την αρχή, σ’ εκείνη την ατέρμονη κι ανελέητη αναζήτησή μας για τους ανθρώπους, που ερωτεύονται βαθιά, πρώτα την ψυχή μας. Λέτε να υπάρχουν άραγε αυτοί;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου