Θελήσαμε τα λίγα, μα μέσα από αυτή μας τη θέληση, ξεπήδησαν οι μυστικοί πόθοι για τα περισσότερα, που έμειναν εκεί στοιβαγμένοι στο ασυνείδητό μας, πιστεύοντας ότι εκείνα τα πολλά, δε θα έρθουν να μας συναντήσουν ποτέ. Κι όμως, ήρθαν και μας βρήκαν χωρίς να προσπαθήσουμε πολύ. Μας χαρίστηκαν από κάποιους άλλους, γιατί εκτίμησαν αυτά τα λίγα που ζητούσαμε. Δεν προσπαθήσαμε να τους εντυπωσιάσουμε δείχνοντας τον καλύτερο εαυτό μας ή χρησιμοποιώντας τις πιο όμορφες λέξεις μας. Απλώς ήμασταν εμείς.
Και τελικά ποιοι είμαστε, αυτοί οι ιδιαίτεροι εμείς; Άνθρωποι, που ανήσυχα ψάχνουμε να βρούμε τον εαυτό μας, μέσα στα ήσυχα βλέμματα κάποιων όμορφων συνανθρώπων μας. Άνθρωποι, που δείχνουμε απλοί, καθημερινοί και παντελώς αδιάφοροι για τους περισσότερους γύρω μας. Εκείνοι, που κατεβαίνουμε σκάλες για να φτάσουμε γρήγορα στις αποβάθρες της ζωής μας, τρέχοντας κι ασθμαίνοντας μην τυχόν και μας ξεφύγουν τα δευτερόλεπτα από το ανελέητο κυνήγι της ζωής. Εκείνοι, που φοβόμαστε μην τυχόν κι αργήσουμε λίγα λεπτά και δεν προλάβουμε γι’ άλλη μια φορά, τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου καθώς χάνεται. Γνωρίζοντας ότι αυτή είναι η καθημερινή τελευταία του παράσταση και προορίζεται μόνο για μας.
Όλοι εκείνοι, που όταν το τρένο μας φτάνει στο τέλος της διαδρομής, μένουμε εκεί στις γωνίες, προσπαθώντας ν΄ ανιχνεύσουμε το χαμόγελο πάνω στ΄ ανέκφραστα πρόσωπα των βιαστικών συνοδοιπόρων μας. Εκείνοι, που θα πάμε κόντρα στις τάσεις της εποχής και θ’ αφήσουμε το δικό μας χαμόγελο να πλανηθεί στα χείλη μας, αβίαστα κι αυθόρμητα, έτσι χωρίς λόγο, έτσι για να τους αφήσουμε όλους να μετρήσουν με ζήλια τα ψεγάδια μας και ν΄ αναρωτηθούν τι δεν πάει καλά μαζί μας. Εκείνοι, οι γεμάτοι με πυρακτωμένα συναισθήματα, που διακαώς ζητούν να τα εκφράσουν, που δεν τ΄ αφήνουν μυστικά μέσα τους, που δεν φοβούνται μήπως εξατμιστούν όταν θ’ αναδυθούν στα χείλη. Γιατί θα τολμήσουν να τ’ αφήσουν ελεύθερα να γίνουν δραπέτες, χωρίς να τους νοιάζει αν θα τρομάξουν τους ανθρώπους γύρω τους. Μένοντας εκεί, να παρασυρθούν μαζί κι οι ίδιοι, στη δίνη της σαγηνευτικής και σαρωτικής τους δύναμης.
Είμαστε όλοι εκείνοι, που θα πιάσουμε το χέρι του διπλανού μας χωρίς να μας το ζητήσει, οδηγώντας τον πέρα από τα στενά όρια του μυαλού του, δείχνοντάς του νέες διαδρομές στους λαβύρινθους που βαδίζει. Θα προσφέρουμε λύσεις, έτσι, γιατί πάντα μας άρεσαν τα μαθηματικά, οι δοκιμές, οι επαληθεύσεις και η ικανοποίηση των λυμένων προβλημάτων. Θα επιλέξουμε να μείνουμε σιωπηλοί μέσα στο θόρυβο της άσκοπης φλυαρίας. Θα καταπιούμε τις απαντήσεις μας στην κριτική που θα μας ασκήσουν, αφήνοντάς τους να πλανηθούν ότι μας κέρδισαν, ότι μας λύγισαν.
Είμαστε οι άνθρωποι που δίνουμε και δε ζητάμε τίποτα. Δεν περιμένουμε ανταλλάγματα για τίποτα κι από κανέναν. Δε μετράμε στη ζυγαριά της ζωής μας πόσα δώσαμε και πόσα πήραμε. Γιατί για μας, αυτό το ζύγι είναι ανεκτίμητο, αφού δε μετριέται με φθηνές πρακτικές εμπορικών αποτιμήσεων. Είναι το ζύγι, που πάντα το ένα σκέλος του θα γέρνει από τη μια πλευρά κι αυτή δε θα ‘ναι η δική μας.
Κι είναι τότε στο τέλος, που γυρνάμε το έκπληκτο βλέμμα μας κι αντικρίζουμε κάποιους να μας ακολουθούν. Να στέκονται δίπλα μας. Είναι εκείνοι οι σπάνιοι, που θα εκτιμήσουν από μόνοι τους, ό, τι αφειδώς τους δόθηκε. Με εσωτερικές, χρονοβόρες, επίπονες διεργασίες, με δικές τους αξιολογήσεις και συμπεράσματα. Είναι εκείνοι οι ελάχιστοι κι ανεκτίμητοι, που θα μας δώσουν τα περισσότερα απ’ όλους. Εκείνοι, που χωρίς να το περιμένουμε, θα μετουσιώσουν τη δική μας προσφορά και θα μας τη γυρίσουν πίσω πολλαπλάσια, προσδίδοντάς της, αθόρυβη, σιωπηλή υπεραξία.
Κι αφού τους αντιληφθούμε στη ζωή μας, το μόνο που θα προσπαθήσουμε να κάνουμε είναι να τους αγγίξουμε για λίγο, φοβούμενοι μην τους τσαλακώσουμε, αλλά και με μια έντονη παρόρμηση να μείνει στα δάχτυλά μας, λίγη από τη χρυσόσκονή τους. Έστω και για ελάχιστα μετρημένα δευτερόλεπτα.
Γιατί εκείνοι δεν είναι καν σαν κι εμάς. Είναι οι εξαιρετικοί, οι διαφορετικοί, οι μεγαλειώδεις! Είναι εκείνοι, που θα εκτιμήσουν το λίγο που τους προσφέραμε και που θα βιαστούν να μας επιστρέψουν πίσω σε κόκκινες κλίμακες δικές τους, εκείνα τα πολλά, που πάντα περιμέναμε να μας συναντήσουν. Είναι εκείνοι, που θα μας κάνουν να νιώσουμε βαθιά μέσα μας, ότι η διάφανη ομορφιά τους, ίσως τελικά και να μη μας αξίζει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου