Καλοκαίρι. Απόγευμα κάπου ανάμεσα στις έξι και στις επτά. Λίγο προτού αρχίσει να δύει για τα καλά ο ήλιος. Φωνές κάτω από το σπίτι σου. Είναι οι φίλοι σου, σε φωνάζουν να κατέβεις για να πάτε στο πάρκο της γειτονιάς σας ή σε κάποια αλάνα να παίξετε. Να πάρετε τα ποδήλατά σας και να κάνετε κόντρες. Να γεμίσετε το πάρκο και τους δρόμους χαχανητά. Να κάνετε κούνια, τραμπάλα, τσουλήθρα. Να τσακωθείτε για βλακείες και το επόμενο λεπτό να τα έχετε ξαναβρεί. Αν έχεις μεγαλώσει σε τέτοιες εποχές μπορείς να θεωρήσεις τον εαυτό σου ευτυχισμένο. Να ευχαριστήσεις τους γονείς σου γιατί σου έκαναν ένα υπέροχο δώρο, σε γέννησαν σε μια αγνή περίοδο.
Έτσι ήταν πριν κάποια χρόνια η επικοινωνία. Με φωνές από τα μπαλκόνια. Άκουγες από κάποιο στόμα φίλου να φωνάζει το όνομά σου. Δεν περίμενες κάποιο ηλίθιο ηλεκτρονικό μήνυμα σε εφαρμογές που επινόησε η τεχνολογία όπως το messenger ή το viber. Δεν εξαρτιόσουν από μια χαζή συσκευή και από το πότε θα χτυπήσει για να πάρεις χαρά. Είχες την ανάγκη να βγεις από το σπίτι επειδή ένιωθες πως θα σε καταπιεί, είχες την ασυγκράτητη επιθυμία για παιχνίδι. Ένα παιχνίδι που θα έχει πρωταγωνιστή εσένα κι όχι το πληκτρολόγιο του υπολογιστή σου.
Και το παιχνίδι ξεκινούσε. Οι επιλογές πολλές. Κρυφτό, μήλα, ψείρες, ποδόσφαιρο, βόλεϊ, μπάσκετ, κυνηγητό κι άλλα ανάλογα πάντοτε με τα θέλω της παρέας. Όμως όλες είχαν κάτι κοινό. Ήταν πάντοτε σε εξωτερικό χώρο. Ήταν μια ωραία εποχή, αθώα, και δε σε ένοιαζε αν θα λερώσεις τα ρούχα σου, αν θα ματώσεις τα γόνατά σου, αν θα γεμίσεις πληγές από το χαλίκι, αν θα γυρίσεις μες στη βρόμα στο σπίτι και θα τ’ ακούσεις από τη μάνα σου. Ήταν μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί.
Τυχερά κι ευλογημένα τα παιδιά που μεγάλωσαν έτσι. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα όμως άλλαξαν τόσα πολλά. Κάποιες αλάνες καταλήφθηκαν από παρκαρισμένα αυτοκίνητα κι άλλες έδωσαν τη θέση τους σε πολυκατοικίες. Οι πόλεις έγιναν περισσότερο πυκνοκατοικημένες. Ακόμη κι οι παιδικές χαρές σήμερα έχουν χλοοτάπητες ή επιφάνειες από καουτσούκ για να θεωρούνται μοντέρνες και να αποφεύγονται οι τραυματισμοί. Αν δε λερωθεί όμως το παιδί, αν δεν χτυπήσει λίγο, αν δεν κλάψει, αν δεν τινάξει άμμο και σκόνη από πάνω του πώς θα το ευχαριστηθεί; Πώς θα το ζήσει;
Έτσι απότομα, έκανε αισθητή την παρουσία της κι η τεχνολογία και μας έκανε απρόσωπους. Μας σύστησε με το ζόρι με τον κόσμο του internet, του facebook, της αποξένωσης, της αντικοινωνικότητας. Μας έκανε κομμάτι της. Τα σημερινά παιδιά δεν επιλέγουν ως τρόπο διασκέδασης τις κούνιες, τις παιδικές χαρές, την μπάλα αλλά ένα internet cafe, έναν υπολογιστή, μια ηλεκτρονική κονσόλα, ένα κινητό τηλέφωνο ή ένα tablet. Προτιμούν να μείνουν μέσα στο σπίτι, να παίξουν video games ή να σαχλαμαρίσουν με τους φίλους του στο facebook αντί να τους προτείνουν να βγουν έστω μια απλή βόλτα. Μια αποχαυνωμένη προεφηβεία και μετέπειτα εφηβεία. Χωρίς ενδιαφέροντα. Μια γενιά που μεγαλώνει λάθος και βρίσκει ικανοποίηση μέσα από εικονικές ψευδαισθήσεις. Όμως η ουσιαστική χαρά βρίσκεται κάπου εκεί έξω, μακριά από από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού σου κι όχι μπροστά από μια οθόνη υπολογιστή ή κινητού.
Τα πάρκα και οι αλάνες που μας μεγάλωσαν δυστυχώς γέρασαν πια, αλλά δεν πέθαναν. Ούτε το παιδί που έχουμε μέσα μας πέθανε. Γι’αυτό αν τύχει και περνάς από το πάρκο της γειτονιάς σου κάνε μια στάση για λίγα λεπτά. Κάτσε σε εκείνη την κούνια που την ήθελες πάντα άδεια για σένα, που την ήθελες μονάχα δική σου. Ρίξε μια ματιά και δες αν υπάρχουν ακόμη χαραγμένα τα αρχικά τα δικά σου, αλλά και του πρώτου σου έρωτα σε εκείνο το παγκάκι που τα έγραψες πριν χρόνια ή αν ξεθώριασαν με το πέρασμα του χρόνου. Κάθε πάρκο και κάθε αλάνα έχει μια δική της παιδική ιστορία να πει. Μια αθώα, ευτυχισμένη παιδική ιστορία που δυστυχώς οι σημερινές γενιές δε θα έχουν τη χαρά να βιώσουν. Γιατί ο ηλεκτρονικός κόσμος τους δεν μπορεί να προσφέρει εμπειρίες και βιώματα, αλλά μονάχα χάσιμο χρόνου.
Επιμέλεια Κειμένου Σεραφείμ Δέλλιου: Σοφία Καλπαζίδου