Είναι αρκετά δύσκολο κι επίπονο για τους ίδιους, το γεγονός πως οι γονείς μας, δείχνουν να μην καταβάλλονται από τις δυσκολίες και το γήρας. Κυρίως γιατί είναι κάτι που αναπόφευκτα θα συμβεί. Δύσκολα παραδέχονται ότι ίσως χρειάζονται βοήθεια, ή πως πια δεν μπορούν να φροντίσουν τους εαυτούς τους, κι αυτό γιατί εκπαιδεύτηκαν για χρόνια να έχουν άλλο ρόλο. Έμαθαν να στέκονται δίπλα μας αγέρωχοι κι άγρυπνοι φρουροί περιμένοντας πότε θα χρειαστούμε τις συμβουλές και την πολύτιμη βοήθειά τους. Δεν τα παρατήσανε ποτέ, ακόμα κι αν εμείς το κάναμε, πώς λοιπόν να δεχθούν τόσο εύκολα πως κάποια στιγμή επέρχεται η φυσική και ψυχική φθορά; Γιατί μπορείς να το δεχθείς ως άνθρωπος, μα ως γονιός ποτέ.
Τα παιδιά, από την άλλη, συνειδητοποιούν ότι πράγματι κάτι ξεκινάει να αχνοφαίνεται όταν πια ξεκινήσουν τα πρώτα «δεν μπορώ παιδί μου». Στους περισσότερους από εμάς, η παραδοχή του ότι οι γονείς μας γερνάνε είναι εξαιρετικά δύσκολη. Πολλές φορές το βλέπουμε και λίγο εγωιστικά, αφού πάνω που ξεκινάμε μετά βίας να ορίσουμε τη ζωή μας και να ξεκινήσουμε να ζούμε, μας αποσυντονίζει αυτή η αλλαγή και το μαξιλαράκι σωτηρίας που φαίνεται σταδιακά να λεπταίνει.
Από την πρώτη στιγμή που καταλαβαίνουμε την αλλαγή στην ενέργειά τους ξεκινά ο φόβος. Ταυτόχρονα, είναι μελαγχολικό να συνειδητοποιείς ότι δε θα είναι για πάντα εδώ. Όσο χρόνο και να χρειάζεσαι για να το αποδεχτείς, ποτέ αυτός δε φτάνει. Δεν αρκεί να είσαι δίπλα τους και να τους βοηθάς στο τέλος, αν μπορούσες να περάσεις περισσότερο χρόνο μαζί τους και δεν το έκανες. Έτσι, σχεδόν αυτοτιμωρητικά μετανιώνεις για όσες φορές σου είπαν «κάτσε να μας κάνεις λίγη παρέα» και βιαζόσουν να φύγεις, ή για τις γιορτινές μέρες που προσπαθούσαν να σε κρατήσουν με το ζόρι στο γιορτινό τραπέζι κι εσύ ξενέρωνες.
Γιατί οι γονείς μας, όσο ζουν, είναι για εμάς λιγάκι δεδομένοι, τουλάχιστον σε ένα συντριπτικά μεγάλο ποσοστό. Μπορεί να μας πικραίνει ο τρόπος και η απαξίωση τους για πράγματα που θεωρούμε σημαντικά κι αυτοί είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι. Μπορεί να μας χαλάει η κριτική τους στάση στον τρόπο που ακολουθούμε τις επιταγές των καιρών και να μπερδεύονται σε θέματα προσωπικά που δεν τους αφορούν και δε θα έπρεπε καν να ασχολούνται φοβούμενοι για το τι θα πει ο κόσμος. Όμως, ξέρουμε ότι οι γονείς μας είναι οι άνθρωποι που έχουμε στη ζωή μας, ακόμα κι αν τους απογοητεύουμε και κάνουμε λάθη. Κι όταν αυτή η βεβαιότητα αντικατασταθεί από την αγωνία ότι αλλάζουν τα πράγματα, καταρρέει για λίγο ο κόσμος.
Μεγαλώνουν εκείνοι, όμως, μεγαλώνουμε κι εμείς. Ο χρόνος περνάει γρήγορα και η ζωή μας αποτελείται από στιγμές. Όσο γρηγορότερα καταλάβουμε αυτήν την εναλλαγή των ρόλων, τόσο πιο εύκολη κι ανώδυνη θα είναι η μετάβαση και η υιοθέτηση του γονεϊκού ρόλου από τα παιδιά. Εκείνοι που γερνούν, και μας διδάσκουν την αξία της ζωής, μας θυμίζουν να επιστρέφουμε στη βάση και την ουσία, μας διδάσκουν ότι οι μικρές μας ζωές αποτελούν μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου.
Λαμβάνοντας υπόψιν το παιχνίδι αυτό των ρόλων, η άποψη ότι είναι δύσκολο να «μεγαλώνουμε τους γονείς μας», αν και φαντάζει καθαρά υποκειμενική, καταλήγει να επιβεβαιώνεται και να αποτελεί επικρατούσα και αντικειμενική θέση. Γι’ αυτό λοιπόν, όντες παιδιά ακόμη, θα ήταν εύλογο να εφοδιαστούμε με υπομονή και δύναμη ώστε να επιτελέσουμε με επιτυχία αυτό τον απαιτητικό και συνάμα γεμάτο προκλήσεις ρολό που μας όρισε η ζωή.
Τα καλά νέα είναι ότι η εξέλιξη του ανθρώπου συνεχίζεται σε κάθε ηλικία, μέχρι το τέλος. Έτσι κι εμείς, μεγαλώνουμε και μοιάζουμε στους γονείς μας που θαυμάζουμε, ασχέτως που δεν τον παραδεχόμαστε ποτέ, ενώ όλοι σε παρελθοντικούς χρόνους είχαμε δηλώσει, έστω και μια φορά, πως δε θα υπάρξει ποτέ από τη μεριά μας αυτή η ομοιότητα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου