Είναι πράγματα που παίρνουν χρόνο, μα είναι και άλλα που γίνονται σε μια στιγμή. Με το που σε είδα ήξερα πως ξεκινούσε μια ιστορία μεταξύ μας. Δεν μπορούσα να μαντέψω, να προβλέψω τις σελίδες, τα κεφάλια ή την κατάληξη, μα αυτό που ήξερα ήταν πως το μελάνι της καρδιάς μου ήθελε να χυθεί με σένα πρωταγωνιστή.
Όλα ξεκίνησαν όπως ξεκινάνε οι έρωτες που γίνονται βιβλία -ένα ανοιξιάτικο απόγευμα Πέμπτης, δυο παρέες που έγιναν μία χωρίς λόγο και αιτία και ένα αγιάζι ερωτεύσιμο, ερωτικό. Μου άρεσες από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Το γιατί έγινε αυτό προσπάθησα να το εξηγήσω, να το εκλογικεύσω πάμπολλες φορές όλα αυτά τα χρόνια μα κάθε φορά νιώθω πως η περιγραφή μου είναι ελλιπής, πεζή, και ανούσια. Θα το ξαναδοκιμάσω μπας και βρεθούν οι λέξεις, μπας και καταλάβω κι εγώ πώς κλείδωσαν τα μάτια μου πάνω σου εκείνο το απόγευμα.
Πρώτα ήταν το χαμόγελο. Μια γλύκα, μια πονηρή αφέλεια, ένα χαμόγελο σαγηνευτικό όλο νάζι, τσαχπινιά και θηλυκότητα. Σαν ώριμο φρούτο καλοκαιρινό, παγωμένο, μοιρασμένο στο δυο. Αυτό που πριν καλά καλά αγγίξει τα χείλη σου, κλείνεις τα μάτια για να το απολαύσεις. Που σε ξεδιψάει και σε χορταίνει ταυτόχρονα.
Μετά ήταν το κορμί. Η κίνηση του κορμιού. Είχε μια χάρη, ένα ρυθμό, μια ρευστότητα γοητευτική. Οι πιο απλές κινήσεις ήταν χοριογραφημένες -ο τρόπος που περνούσες τις παλάμες μέσα από τα μαλλιά σου, ο τρόπος που άπλωνες το χέρι να πάρεις κάτι από το τραπέζι. Λες και οι κινήσεις ακολουθούσαν το ρυθμό της μουσικής.
Και μιας και αναφέρθηκα στη μουσική, πώς να ξεχάσω τη φωνή σου. Μου ζήτησες το αλάτι κι αναστέναξε η καρδιά μου. Λες και μου το τραγούδησες. Ο τόνος της φωνής σου είχε κάτι που με καθησύχαζε, με ηρεμούσε, μου έφερνε γαλήνη, και ζεστασιά. Από την όψη, στην κίνηση, στην ακοή, εκείνο το πρώτο απόγευμα με είχες κερδίσει χωρίς να κάνεις τίποτα περισσότερο από το να είσαι εσύ.
Γυρίζοντας πίσω το ρολόι προσπαθώντας να εξηγήσω όλα όσα όσα ένιωσα, μια πολύ συγκεκριμένη ερώτηση ήρθε στο μυαλό μου. Πότε σε ερωτεύτηκα; Πότε ο πόθος, ο ενθουσιασμός και η έλξη μετατράπηκαν σε έρωτα; Για τους περισσότερους, αυτή η στιγμή χάνεται, ξεχνιέται και γίνεται ένα με τις υπόλοιπες στιγμές της ιστορίας τους με τον άνθρωπό τους. Κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί ακριβώς τη στιγμή που η καρδιά αποφάσισε και το μυαλό παραιτήθηκε. Τη στιγμή που έγινε το κλικ και ο άνθρωπος που είχες απέναντί σου έγινε ο άνθρωπος που θα ήθελες δίπλα σου.
Εγώ έψαξα και τη βρήκα τη στιγμή. Ήταν κρυμμένη μέσα στο συνονθύλευμα στιγμών που έκαναν την καρδούλα μου να χτυπήσει ανεξέλεγκτα. Ήταν μια στιγμή που στο γυμνό μάτι θα περνούσε απαρατήρητη, που είναι τόσο απλή και καθημερινή που δεν αντικατοπτρίζει τη σημαντικότητα των όσων προκάλεσε. Έλα όμως που όλα έχουν εξήγηση.
Ήταν ένα πρωινό Κυριακής που πήγαμε με το αμάξι μια βόλτα στον παραλιακό. Παράθυρα ανοιχτά, μουσική στο διαπασών και ο αέρας να παίζει με τα μαλλιά σου όπως ήθελα να παίξω εγώ. Κοιτούσες έξω από το παράθυρο, τραγουδούσες με πάθος και τα μάτια σου εισέπνεαν τον ήλιο του πρωινού. Ήσουν χαρούμενη, ελεύθερη, ξέγνοιαστη. Το χέρι σου κρατούσε το δικό μου. Το κρατούσε σφιχτά, λες και δεν ήθελες να πάω πουθενά. Το χάιδευες προσεκτικά. Ένιωθα κάθε μικρή κίνηση που έκανες. Υπήρχε μια θαλπωρή, μια ενέργεια στον τρόπο που με κρατούσες εκείνο το πρωί. Τα μάτια σου κοιτούσαν έξω απ’ το παράθυρο και τα χείλη σου ψιθύριζαν στίχους μα το χέρι σου μου έλεγε τόσα, μα τόσα πολλά. Ένιωσα δικός σου. Σε ένιωσα δικιά μου. Δεν με είχαν αγγίξει έτσι ποτέ. Με τόσο νόημα, με τόση έννοια και τόση αποφασιστικότητα. Ένιωσα πως το μ’ αρέσεις έγινε σ’ αγαπώ. Πως ήθελα να είμαι υπεύθυνος για τις Κυριακάτικες σου βόλτες για το υπόλοιπο της ζωής μας. Πως το αίσθημα εκείνης της στιγμής μπορούσε να τα ξεπεράσει και να τα νικήσει όλα.
Πόσο θα ‘θελα να είχα δίκιο.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.