Η κουβέντα το ‘φερε. Ένα μεσημέρι Σαββάτου όπως καθόμασταν με την παρέα και ένα από τα παιδιά έριξε το όνομά της στη συζήτηση όσο χαλαρά ρίχνεις τη φέτα πάνω στη χωριάτικη. Εμένα το συγκεκριμένο κομμάτι φέτα μου κάθισε λίγο βαρύ, αφού το προαναφερθέν άτομο, το είχα σβήσει από το μυαλό μου, όπως και την περίοδο της ζωής μου στην οποία είχε ρόλο πρωταγωνιστικό. Η δουλεία που έκανα ήταν τόσο καλή όσο και το καθάρισμα στο δωμάτιό μου που με την πρώτη ματιά όλα αστράφτουν μα σαν τολμήσεις ν’ ανοίξεις την ντουλάπα, πέφτουν τ’ άπλυτα πάνω σου σαν χιονοστιβάδα. Όταν άκουσα το όνομά της, λοιπόν, η χιονοστιβάδα από φέτα μου ήρθε στο κεφάλι και πριν καν καταλάβω τι, πώς και γιατί, πληκτρολογούσα το όνομά της σε όλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τα χρόνια πέρασαν, οι δρόμοι μας χώρισαν, μα το άκουσμα του ονόματός της μού γέννησε ένα εκατομμύριο ερωτήσεις. Τι να κάνει άραγε ο πρώτος μου έρωτας; Εκείνος ο άνθρωπος που θα κρατάει πάντα τον τίτλο του πρώτου. Που έβγαλε την καρδιά μου από το νάιλον και της χάρισε το παρθενικό της ταξίδι στις γειτονιές του έρωτα.
Η αναζήτηση δεν πήρε και πολύ ώρα μέχρι να βρω αυτό που έψαχνα. Ήταν ένα από τα πιο περίεργα αισθήματα στον κόσμο. Ήταν λες και ήμουν στο μέλλον, μα θύμιζε και λίγο παρελθόν. Έβλεπα ένα άτομο ξένο, που το αναγνώριζα 100%. Και μέσα σε όλη τη σύγχυση που ένιωθα, έπιανα τον εαυτό μου να θυμάται πράγματα που δεν ήξερα πως υπήρχαν στην αποθήκη του μυαλού μου. Μια ολόκληρη εποχή ξεγραμμένη από το σκληρό μου δίσκο. Ξεκίνησαν να επιστρέφουν όλα. Με κάθε φωτογραφία που έβλεπα στο προφίλ, μια ακόμη ανάμνηση ξυπνούσε να μου θυμίσει το καλοκαίρι εκείνο που ερωτεύτηκα πρώτη φορά.
Οι αναμνήσεις θολές, σαν αποσπάσματα από ασπρόμαυρη ταινία. Μια άλλη ζωή. Ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Ένα παιδί αμούστακο όλο ενθουσιασμό και ζωντάνια. Έτοιμο να ριχτεί στη μάχη του έρωτα χωρίς ενδοιασμούς. Δεν υπήρχε κίνδυνος τότε, δεν υπήρχε πονηριά, μέλλον, πρώην, ανασφάλειες, προηγούμενα και συγκρίσεις. Μόνο αυτό το άτομο που υπήρχε απέναντί μου τότε, το ίδιο άτομο που βρίσκεται στην οθόνη του υπολογιστή μου τώρα. Το προφίλ έδειχνε πως είναι πλέον παντρεμένη με παιδάκι και μια ζωή απλοϊκή, ευτυχισμένη, αρμονική.
Οι φωτογραφίες και η αναδρομή δε μου ξύπνησαν συναισθήματα για το άτομο, μα για τη σημασία που έπαιξε στη ζωή μου. Μια παρουσία συμβολική και συνώνυμη με τις πρώτες μου εμπειρίες. Θυμήθηκα το σκίρτημα της καρδιάς τις πρώτες φορές που συναντηθήκαμε. Τα λόγια που έβγαιναν χείμαρρος, χωρίς φίλτρα και λογική. Είχα γονατίσει θυμάμαι όταν έκανα την πρόταση να είμαστε μαζί, να γίνουμε ζευγάρι. Σ’ ένα πάρκο ήμασταν και τρώγαμε παγωτό. Υπερβολικός και αθεράπευτα ρομαντικός. Ένα παιδί που ένιωθε την ευτυχία χωρίς να περνάει από το μυαλό του πως όλο αυτό έχει ημερομηνία λήξης. Αν με ρωτούσες τότε, θα έλεγα με το χέρι στην καρδιά πως το κορίτσι αυτό θα το πάρω με παπά και με κουμπάρο.
Μια ολόκληρη ζωή μετά, όλα σου φαίνονται σαν ένα παραμυθάκι καλογραμμένο, στο οποίο έζησαν όλοι καλά και εμείς καλύτερα. Εκεί, καθισμένος στο σκοτάδι μπροστά σε μια οθόνη, έβλεπες τον πρώτο σου έρωτα να έχει χτίσει μια ζωή έτη φωτός μακριά από τα δύο παιδιά σε εκείνο το πάρκο που έλεγαν «σ’αγαπώ»με μια φωνή γεμάτη τρέμουλο και ειλικρίνεια.
Η σκέψη σου τρέχει και δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί αν εσύ έχεις ακόμα θέση στο μυαλό της. Αν έχει πληκτρολογήσει το όνομά σου να μάθει πώς είσαι και τι κάνεις. Τι θα έκανε αν σε έβλεπε τυχαία στο δρόμο. Εκεί στο σκοτάδι, με μια καρδιά γεμάτη τσιρότα, δεν μπορούσες παρά να αφιερώσεις το χρόνο που αρμόζει στο άτομο που έκανε την καρδιά σου να χτυπήσει πρώτη φορά.
Κλείνοντας την οθόνη του υπολογιστή, ήξερες πως αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα απασχολούσες το μυαλό σου με την πρώτη. Ένιωθες χαρά που το έζησες και χαρά που την είδες ευτυχισμένη. Αυτό δεν είναι ο έρωτας άλλωστε; Δύο άτομα που προσπάθησαν, δεν τα κατάφεραν και αγαπιούνται από μακριά.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.