Τι εστί έρως; Τι είναι η αγάπη; Kλασικές ερωτήσεις, τις οποίες διαβάζεις μέσα σε κιτρινισμένα και ξεθωριασμένα φύλλα λευκωμάτων, που ανοίγεις τώρα κι ένα μειδίαμα σχηματίζεται στα χείλη σου. Στέκεσαι στην πρώτη σελίδα με τη χιλιοειπωμένη ερώτηση, προσπαθώντας να διακρίνεις, μέσα απ’ τον τότε καλλιγραφικό σου γραφικό χαρακτήρα, την απάντησή σου.
Πόσο δυσκολευόσουν να τον ορίσεις και πόσο ευχόσουν να ζήσεις τον ιδανικό κάποια στιγμή. Σκέφτεσαι, συνεχίζοντας να ξεφυλλίζεις τις σελίδες και ν’ αναπολείς διάφορες ιστορίες: την πρώτη σου παιδική αγάπη, τον κεραυνοβόλο έρωτα του λυκείου (που ποτέ δεν ξεπέρασες πραγματικά), τις εφήμερες σχέσεις του πανεπιστημίου, μέχρι που οι μνήμες σου πέφτουν πάνω σε εκείνον. Εκείνον που πάντα θα ξεχωρίζεις.
Ναι, είχε μορφή, είχε όψη, που δεν έμοιαζε με καμία άλλη, δεν είχε κανόνες, δεν ήταν συνηθισμένος, μα είχε αυτό το βλέμμα που σου έκοβε την ανάσα. Ήταν εκείνος ο καλοκαιρινός έρωτας που…
Σε βρήκε στο καλοκαιρινό πάρτι αποφοίτων που δεν ήθελες να πας, αλλά οι φίλοι σου επέμεναν και τελικά πόσο δίκιο είχαν. Έπεσες πάνω του σε σταθμούς τρένων, σε λιμάνια, ή σε αεροδρόμια, τη στιγμή που έτρεχες να προλάβεις το τελευταίο βαγόνι, πλοίο ή πτήση. Τον αισθάνθηκες στην πρώτη σας χειραψία, εκείνη τη βραδιά στο camping με την κοινή σας παρέα, σαν να κλείσατε συμφωνία ότι εσείς οι δυο θα το ζήσατε κι όπου βγει, για όσο.
Για όσο; Πάντα σε φόβιζε αυτή η φράση, αλλά μπροστά σ’ αυτόν τον έρωτα όλες σου οι άμυνες πέφτουν. Γιατί ο καλοκαιρινός έρωτας δεν έχει νόρμες και δεν μπαίνει σε κουτάκια. Δεν τον βάζεις σε καλούπια. Δεν περιμένεις να τηρηθούν οι άγραφοι νόμοι των πρώτων ραντεβού, τους οποίους μεταξύ μας απεχθάνεσαι κιόλας.
Στο πρώτο ραντεβού δε θα έρθει να σε πάρει με το αμάξι, περιμένοντας να καθυστερήσεις τα καθιερωμένα 20 λεπτά, ως συνήθως. Δε θα σας βρει στα πιο in μαγαζιά της περιοχής, να απαγγέλετε τους μονολόγους σας, σαν ρήτορες, για να εντυπωσιάσετε. Δε νοιάζεται για πολυτέλειες και εντυπωσιασμούς! Φτάνει ένα σκαλάκι, δυο μπίρες, δυο μάτια να σε κοιτούν κι έχεις όλο τον κόσμο μπροστά σου.
Έχει την τάση να μη ρωτάει και να σου χτυπάει την πόρτα απ’ το πουθενά, όχι σαν ανεπιθύμητος απρόσκλητος επισκέπτης, αλλά σαν τον ταχυδρόμο που σου φέρνει ένα γράμμα που πρόσμενες καιρό. Γιατί, όταν φανεί στο κατώφλι σου εκείνο το καλοκαίρι, θα σταματήσεις να μετράς παγωτά και μπάνια, μα θα μετράς βλέμματα, γέλια, κομμένες ανάσες, δειλινά και τραγούδια.
Μπορεί να τον καταλάβεις απ’ την πρώτη ματιά, μπορεί και όχι. Είναι όμως απρόβλεπτος, κι εκεί ακριβώς είναι η μαγεία. Δεν υπάρχει καλό και κακό timing. Τον ζεις λιτά, χωρίς να νοιάζεσαι για το αύριο, με τρόπο αντισυμβατικό. Δε σε απασχολεί τι θα πουν οι άλλοι, ούτε τι θα γίνει μετά. Αψηφάς κάθε ρίσκο που θα χρειαστεί να πάρεις, ακόμη κι αν το μέλλον του μοιάζει αβέβαιο. Φτάνει μόνο να τον ζήσεις!
Ο καλοκαιρινός έρωτας που σέβεται τον εαυτό του είναι μποέμ. Ούτε πολύωρες γραπτές συζητήσεις, ούτε συμβουλές από φίλους, ούτε υπεραναλύσεις! Αρκεί μόνο ένα μήνυμα: «Σε λίγο περνάω να σε πάρω. Γυρνάμε σε τρεις μέρες. Θα ’ρθεις;». Δεν ενδιαφέρεσαι για το πού, ούτε για το πώς. Ετοιμάζεις γρήγορα τον πιο μικρό σου σάκο, βουτάς στην αδρεναλίνη της στιγμής και απαντάς «Φύγαμε». Έτσι, οι επόμενες μέρες σας βρίσκουν να κοιμάστε σε σκηνή, να ξυπνάτε ξημέρωμα και να κόβεται σύκα από περιφραγμένα περιβόλια.
Γιατί ο έρωτας αυτός δεν κρέμεται απ’ το πόσες κλωστές θα έχει η ψάθινη πολυτελής ξαπλώστρα που θα κάθεστε στην παραλία. Αρκείται σε μία αμμουδιά, μία ψάθα, έναν ήλιο και δύο κορμιά να χάνονται κάτω απ’ τα μενεξεδή χρώματα του ηλιοβασιλέματος.
Θέλει αλήθειες, όνειρα, τρέλα και κότσια. Είναι άναρχος, ανέμελος, δεν έχει καθωσπρεπισμούς και μικροπρέπειες. Ζει για τη στιγμή, γιατί τα μεγαλεπήβολα σχέδια τον φοβίζουν. Καβαλάει μια μηχανή, αρπάζει δύο εισιτήρια χωρίς επιστροφή και το μόνο του άγχος είναι αν θα χρειαστεί χάρτη ή όχι για να βρει τον προορισμό του. Μάλλον λάθος. Δε θέλει χάρτες, ούτε πυξίδες.
Δεν τον τρομάζει να χαθεί, γιατί είναι γεννημένος για να χάνεται. Και δεν εννοώ στην υπόστασή του. Τα άτομα, όμως, που θα πρωταγωνιστήσουν σ’ αυτόν, θα έχουν χάσει προ πολλού τους φραγμούς τους. Δε θα σκεφτούν τι θα πουν οι άλλοι, ούτε τα χιλιόμετρα που θα χρειαστεί να κάνουν για να συναντηθούν.
Τα βέλη αυτού του έρωτα θ’ αφήσουν σίγουρα το στίγμα τους. Αυτή θα είναι και η μόνη ομοιότητα με τους συνηθισμένους και τετριμμένους έρωτες των άλλων εποχών. Θα έχει όμως ένα ιδιαίτερο άρωμα και γεύση η θύμησή του. Όχι, δε θα είναι πικρός όπως ο καφές σου. Καμία πικρία δε θ’ αφήσει. Θα έχει πάντα αυτή τη γεύση καραμέλας, όπως η αγαπημένη σας γεύση παγωτού, που θα σου ξυπνάει αναμνήσεις απ’ τις καραμέλες βουτύρου που λάτρευες ως μικρό παιδί, μα και εκείνη την αλμύρα της θάλασσας μπροστά απ’ την οποία δώσατε τόσες υποσχέσεις εκείνα τα καλοκαιρινά δειλινά.
«Κλείσε πια αυτό το λεύκωμα και βιάσου! Σε τρεις ώρες φεύγουμε για το νησί! Πρέπει να φτιάξεις τη βαλίτσα!», ακούγεται η φωνή της παρέας που σε επαναφέρει στην πραγματικότητα. «Σε 5 λεπτά έρχομαι», απαντάς.
Κλείνεις βιαστικά το λεύκωμα. Ανοίγεις το κινητό σου. «Σε λίγο περνάω να σε πάρω. Γυρνάμε σε τρεις μέρες. Θα ’ρθείς;».
Μήνυμα εστάλη!
Γιατί ο καλοκαιρινός έρωτας δε σηκώνει δεύτερες σκέψεις. Τον ζεις για την έκρηξη!
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου