Άρωμα κανέλας. Άγγιγμα φρεσκοψημένου ψωμιού. Θέαση αγαπημένης σοκολάτας γάλακτος. Άκουσμα παραγγελίας ανυπόμονων πελατών. Μεθυστική γεύση βαρύ-γλυκού ελληνικού καφέ. Όσφρηση, αφή, όραση, ακοή, γεύση. Οι πέντε αισθήσεις. Η έκτη; Μνήμη!
Φωτογραφικά άλμπουμ ξεφυλλίζονται και τα μάτια πέφτουν πάνω σε αναμνήσεις, που ακόμα και τα ίδια δε θυμούνται ότι είχαν βρεθεί αυτόπτες μάρτυρες.
Το ψιλικατζίδικο της μαμάς, το καφενείο του παππού, ο φούρνος του θείου, το μανάβικο της γιαγιάς ή η ταβέρνα του μπαμπά πρωταγωνιστούν σε φωτογραφίες, που τα εικονιζόμενα άτομα έχουν ξεχάσει πως υπήρχαν.
Είναι τα ίδια άτομα που, ως παιδιά, ο φωτογραφικός φακός τους χαμογέλασε όταν κρατούσαν παγωτό και σοκολάτες στα χέρια, όταν έδιναν το λογαριασμό στους τουρίστες εκείνο το ζεστό καλοκαίρι στην παλιά ταβέρνα ή την ώρα που σέρβιραν τον πρωινό καφέ του κυρ Πέτρου. Τώρα χάνονται στο κουβάρι των παιδικών αναμνήσεων και κρυφογελούν. Τότε γκρίνιαζαν που η καθημερινότητά τους διέφερε από εκείνη των παιδιών της ηλικίας τους, μα τώρα ξέρουν πως είναι τυχεροί όσοι έχτισαν παιδικές αναμνήσεις σε οικογενειακές επιχειρήσεις.
Μπορεί τα πρώτα παγωτά να τα έτρωγαν κρατώντας το χωνάκι σοκολάτας στο ένα χέρι και δίνοντας ρέστα με το άλλο, αλλά είχαν τη δυνατότητα να φάνε όσα θέλανε κι όποτε θέλανε. Αν και τα μόνα τους μπάνια το καλοκαίρι ήταν εκείνα με τα ξαδέρφια τους, παίζοντας με το λάστιχο στην πίσω αυλή του φούρνου, το καλοκαιρινό μπουγέλο ξεπερνούσε μια ανιαρή βουτιά στη θάλασσα. Αν και το μεσημέρι δεν τους έβρισκε όλους μαζί σ’ ένα στρωμένο οικογενειακό τραπέζι κι η μητέρα σέρβιρε το φαγητό βιαστικά στην αποθηκούλα του καφενείου, δεν υπήρχε χρόνος για τις ανυπόφορες, αδιάκριτες ερωτήσεις «πώς πήγε το σχολείο σήμερα; πώς έγραψες στο διαγώνισμα;».
Τα παιδιά αυτά πρέπει να θεωρούν τους εαυτούς τους τυχερούς. Τόσο για τα πρότυπα που πήραν, όσο και για τις γνώσεις που αποκόμισαν, ως το δεξί χέρι των γονιών τους. Ναι, η αλήθεια είναι ωρίμασαν πρόωρα. Μέσα στα χαρτιά και τα τεφτέρια έμαθαν αριθμητική, πριν καλά-καλά πατήσουν το κατώφλι του σχολείου. Διάβαζαν κι έγραφαν πάνω σε στοιβαγμένες κούτες με ζάχαρη και καφέ. Παπαγάλιζαν το μάθημα της ιστορίας, κοιτώντας τα τραπεζάκια και τις άδειες καρέκλες του μαγαζιού. Θα άκουγαν, ίσως, και το κατσάδιασμα της δασκάλας στο σχολείο για το γραφικό τους χαρακτήρα και το μουτζουρωμένο τετράδιο, όταν οι διατροφικές τους συνήθειες στο μαγαζί της μαμάς, τους πρόδιδαν αφήνοντας το στίγμα τους.
Έμαθαν, όμως, από νωρίς, πως η δουλειά δεν είναι εύκολη υπόθεση. Θέλει μεράκι, τέχνη κι αγάπη για να τα καταφέρεις. Έτσι τουλάχιστον έλεγαν οι μεγαλύτεροι τότε. Έτσι οι ίδιοι ενστερνίζονται τώρα. Γνωρίζουν καλύτερα απ’ τον καθένα πόσος κόπος και θυσία απαιτείται για να καταφέρεις να ενταχθείς στον εργασιακό χώρο και να είσαι καλός στο επάγγελμά σου.
Από μικρά μετρούσαν τα καλοκαίρια τους όχι με μπάνια και παγωτά, αλλά με τις μέρες που θα έμεναν με τους γονείς τους στο σπίτι ή θα πήγαιναν διακοπές, χωρίς οι υποχρεώσεις του μαγαζιού να διακόψουν το δικό τους «μήνα του μέλιτος». Απογαλακτίστηκαν νωρίτερα απ’ το μέσο όρο. Ως έφηβοι, άνοιξαν νωρίτερα τα φτερά τους, έθεσαν στόχους και πάλεψαν να εκπληρώσουν τα όνειρά τους. Ως φοιτητές, οι διακοπές κι η επιστροφή στο πατρικό σήμαινε επιστροφή στο μαγαζάκι, στο δικό τους δεύτερο σπίτι.
Ως ενήλικες πια, γνωρίζουν καλά τις απαιτήσεις στην αγορά εργασίας. Το έχουν βιώσει ήδη στο πετσί τους. Δεν τους φοβίζει η δουλειά, το αλλοπρόσαλλο ωράριο ή οι απαιτήσεις των εργοδοτών. Έχουν επίγνωση των δυσκολιών, των υποχρεώσεων και κυρίως των δικαιωμάτων τους. Μοχθούν γι’ αυτά. Αγωνίζονται. Μάχονται σκληρά, αλλά δε χαρίζονται. Σαν χαμαιλέοντες προσαρμόζονται σε κάθε συνθήκη. Γιατί έχουν ριχτεί από νεαρή ηλικία στην αρένα της ζωής κι έχουν ήδη πολλούς αγώνες παρακαταθήκη.
Αργότερα, όταν ο ρόλος του πατέρα ή της μητέρας θα κάνει την εμφάνισή του, θα προσπαθήσουν να βρουν τις κατάλληλες ισορροπίες στους ρόλους του εργαζόμενου-οικογενειάρχη, δημιουργώντας ένα ευτυχισμένο παρόν στα παιδιά τους και σβήνοντας κάθε απωθημένο απ’ το δικό τους παρελθόν. Όμως, οι παιδικές αναμνήσεις με άρωμα κανέλας, φρεσκοψημένου ψωμιού ή ελληνικού καφέ θα ζωντανεύουν πάντα μέσα τους, ακόμα και όταν εμφανιστούν οι πρώτες άσπρες τρίχες κι η μνήμη θα αρχίζει να τους το σκάει.
Μνήμη! Όλοι θέλουν να την χάσουν όσο είναι νέοι κι όλο σιγά-σιγά φεύγει από μόνη της όσο μεγαλώνουν. Κι όταν το σκάει τρέχουν να την πιάσουν. Όταν, όμως, το βλέφαρό τους πέσει πάνω στη φωτογραφία με το «μαγαζάκι», οι παιδικές αναμνήσεις θα ξυπνήσουν πάλι. Γιατί μπορεί ο χρόνος να κλειδώνει το μυαλό τους, αλλά αυτοί θα έχουν βρει το κλειδί. Θα είναι οι παιδικές αναμνήσεις με άρωμα κανέλας…
Γιατί στη ζωή υπάρχει κι η έβδομη αίσθηση, αναμνήσεις λέγεται!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη