Πολλοί από εμάς έχουμε σχηματίσει την άποψη για κάποιον άνθρωπο που γνωρίζουμε, ότι τελικά δεν είναι και τόσο έξυπνος, όσο ο ίδιος νομίζει. Παρατηρούμε γενικά συμπεριφορές ατόμων, που ενώ δεν γνωρίζουν κάποιο θέμα, έστω και στοιχειωδώς, μιλούν, φέρονται και πράττουν σαν ειδήμονες. Άλλοτε το προσπερνάμε, μη δίνοντας ιδιαίτερη σημασία καθώς λέμε ότι υπάρχουν κι αυτού του είδους χαρακτήρες άλλοτε σχολιάζουμε τέτοιες συμπεριφορές. Και για να μην είμαστε απόλυτοι κι εμείς οι ίδιοι κάποια στιγμή θεωρήσαμε τον εαυτό μας περισσότερο ικανό πάνω σ΄ ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή ζήτημα και πράξαμε ανάλογα, ενώ στην ουσία δε διαθέταμε τις απαιτούμενες γνώσεις.

Το 1999, στο πανεπιστήμιο Κορνέλ, στη Νέα Υόρκη, οι ψυχολόγοι David Dunning και Justin Kruger μελέτησαν τις ανθρώπινες αυτές συμπεριφορές. Το αποτέλεσμα της μελέτης τους, το οποίο θα δούμε παρακάτω, κατέστη γνωστό ως Φαινόμενο Ντάνινγκ-Κρούγκερ κι η θεωρία τους καλείται και ως “Mount Stupid”: «όταν έχεις αρκετή γνώση για ένα ζήτημα για να μιλήσεις γι΄ αυτό, χωρίς τη σοφία να μαζέψεις όλα τα γεγονότα ή να διαβάσεις για το θέμα».

Η αφορμή για την ενασχόληση των δύο ανωτέρω ψυχολόγων με το ζήτημα αυτό, ήταν μια υπόθεση που απασχόλησε την εποχή εκείνη την κοινή γνώμη. Πρόκειται για την υπόθεση McArthur Wheeler. Ο άνθρωπος αυτός ξάφριζε τράπεζες, καλύπτοντας το πρόσωπό του με χυμό λεμονιού. Πίστευε ότι με τον τρόπο αυτό το πρόσωπό του δε θα εμφανιζόταν στις κάμερες ασφαλείας. Θεωρούσε, λοιπόν, εσφαλμένα ότι ο χυμός λεμονιού λειτουργούσε σαν μελάνι που μαύριζε το πρόσωπό του κι έτσι τα χαρακτηριστικά του δε θα ήταν ορατά στις κάμερες.

Έχοντας, λοιπόν, ως έναυσμα την πιο πάνω υπόθεση οι δύο ψυχολόγοι μελέτησαν την ανθρώπινη ανικανότητα και την άγνοια. Ανέλυσαν την αιτία που δυσκολεύει την ανθρώπινη φύση στην αναγνώριση και κατανόηση της μη ικανότητας πάνω σε διάφορα ζητήματα κι αντικείμενα. Η δυσκολία αυτή οδηγεί τον ίδιο τον άνθρωπο, στο να αξιολογεί υπερβολικά υψηλά τον εαυτό του.

Έκαναν, λοιπόν, το ακόλουθο πείραμα. Έδωσαν σε μια ομάδα φοιτητών τους να συμπληρώσουν ένα τεστ ερωτήσεων. Οι ερωτήσεις αφορούσαν στην ικανότητα γραφής, με επίκεντρο τη γραμματική και την ορθογραφία και στην έκφραση του προφορικού λόγου, εξετάζοντας τη λογική στην αλληλουχία της σκέψης. Κάποιες άλλες ερωτήσεις αφορούσαν στην ικανότητα κριτικής και στην αίσθηση κι αντίληψη του αστείου. Όταν οι ψυχολόγοι βαθμολόγησαν τις απαντήσεις των φοιτητών τους, ζήτησαν από τους ίδιους να βαθμολογήσουν τους εαυτούς τους. Αυτό που αντιλήφθηκαν ήταν ότι οι λιγότερο ικανοί μαθητές με τη χαμηλότερη βαθμολογία, είχαν αξιολογήσει θετικά τον εαυτό τους, εμφανίζοντας τάση υπερεκτίμησης του εαυτού. Ενώ αντίθετα οι φοιτητές με τις πιο υψηλές βαθμολογίες υποτιμούσαν τον εαυτό τους και τα αποτελέσματά τους στο τεστ.

Μελετώντας, λοιπόν, τα ευρήματά τους, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι περισσότερο επικίνδυνο είναι όταν οι άνθρωποι διαθέτουν κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις για ένα θέμα ή ζήτημα, σε σχέση με αυτούς που δε γνωρίζουν τίποτα. Ο Ντάνινγκ, μάλιστα, τόνισε ότι για ν΄ αναγνωρίσει κάποιος την ανικανότητά του, πρέπει να κατανοήσει την εμπειρογνωμοσύνη που του λείπει και που δε διαθέτει. Πιο απλά το ρητό «η ημιμάθεια είναι χειρότερη της αμάθειας» ταιριάζει απόλυτα.

Σκεφτείτε ένα πολύ απλό παράδειγμα. Όλοι όσοι γνωρίζουν να οδηγούν, πιστεύουν ότι είναι οι καλύτεροι κι οι πιο προσεκτικοί οδηγοί. Ενώ στην ουσία μπορεί να συμβαίνει το αντίθετο. Το φαινόμενο Ντάνιγκ-Κρούγκερ ασφαλώς έδειξε και το αντίστροφο. Οι άνθρωποι που κατέχουν τις γνώσεις, εμπειρίες και ικανότητες σε κάποιο συγκεκριμένο ζήτημα, είναι και οι περισσότεροι ανασφαλείς. Διατυπώνουν τις θέσεις κι απόψεις τους δειλά, πιστεύοντας ότι υστερούν στον τομέα γνώση. Σε κάθε περίπτωση κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος μόλις αντιληφθεί ότι πράγματι υστερεί σε κάτι, θα θελήσει να βελτιωθεί, καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια. Αρκεί μόνο να το αναγνωρίσει.

Μετά τους Ντάνιγκ-Κρούγκερ ασχολήθηκαν κι άλλοι ψυχολόγοι με το φαινόμενο αυτό. Και μάλιστα κατέληξαν ότι οι συμπεριφορές αυτές μπορούν να φτάσουν και στα όρια της επικινδυνότητας. Ίσως να υπάρχει κάποια αντιστοιχία με το σύνδρομο του απατεώνα. Αυτό γίνεται αντιληπτό αν σκεφτούμε ότι καθημερινά διαβάζουμε κι ακούμε για ανθρώπους που παρουσίασαν ότι διέθεταν τις γνώσεις και την ικανότητα πάνω σε ένα γνωστικό αντικείμενο, πείθοντας με τον τρόπο αυτό μεγάλη μερίδα ανθρώπων.

Επίσης δεν είναι διόλου τυχαίο που πολύ πριν από τους Ντάνινγκ-Κρούγκερ, διάσημα πρόσωπα είχαν διατυπώσει απόψεις για τη σχέση ημιμάθειας και αμάθειας. Ο Σαίξπηρ για παράδειγμα είχε γράψει ότι «ο ηλίθιος πιστεύει ότι είναι σοφός, αλλά ο σοφός γνωρίζει ότι ο ίδιος είναι ηλίθιος». Κι ο Κομφούκιος ότι «η πραγματική γνώση είναι να ξέρεις την έκταση της άγνοιας».

Πιθανότατα υπάρχουν φορές που κι εμείς επιδείξαμε παρόμοιες συμπεριφορές. Ίσως τελικά το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι προτού εκφράσουμε τη γνώμη μας πάνω σε οποιοδήποτε ζήτημα, είτε το γνωρίζουμε καλά είτε και όχι, να ελέγξουμε δύο και τρεις φορές όσα θεωρούμε κι έχουμε στο μυαλό μας ως δεδομένα.

 

Συντάκτης: Ελίζα Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου