«Ανάμεσα σ’ αυτό που σκέφτομαι, σ’ αυτό που θέλω να σας πω, σ’ αυτό που πιστεύω ότι σας λέω, σ’ αυτό που σας λέω, σ’ αυτό που θέλετε να ακούσετε, σ’ αυτό που ακούτε, σ’ αυτό που πιστεύετε ότι καταλαβαίνετε, σ’ αυτό που θέλετε να καταλάβετε και σε αυτό που καταλαβαίνετε, υπάρχουν τουλάχιστον εννέα ενδεχόμενα να μη συνεννοηθούμε. Αλλά ας προσπαθήσουμε!». Πόσο σοφά κι αληθινά είναι τα λόγια αυτά του Γάλλου συγγραφέα και δημοσιογράφου, Bernard Werber.
Διαβάζουμε συχνά ότι η επιτυχία μιας σχέσης εξαρτάται απ΄ το αν και κατά πόσο η επικοινωνία των μελών της είναι ουσιαστική. Αν αυτή στηρίζεται στην αλήθεια ή σε μια φαινομενική αλήθεια που εμπεριέχει ψέμα. Αν υπάρχει εκτίμηση κι αλληλοσεβασμός. Αν κι άλλα πολλά αν. Ωραία όλ΄ αυτά. Ας πούμε τελοσπάντων ότι υπάρχουν. Έχουμε μια ξεκάθαρα επιτυχημένη σχέση, με ουσιαστική μορφή επικοινωνίας; Όχι.
Επειδή υπάρχουν κι οι παρανοήσεις, που δημιουργούν μια σειρά παρεξηγήσεων. Πιο απλά άλλα θέλω να πω, άλλα λέω κι άλλα εννοώ. Άλλα καταλαβαίνω κι άλλα δείχνω. Άλλα μου λένε κι αλλιώς τ΄ αντιλαμβάνομαι. Όλα αυτά έχουν τη ρίζα τους στο άγχος και το φόβο για την ανάληψη ρίσκου κι ευθυνών.
Λέμε ότι επικοινωνούμε με τους άλλους κι αυτό είναι αλήθεια. Επικοινωνούμε, όμως, δε σημαίνει ότι μιλάμε. Επικοινωνώ, μιλάω, εκφράζομαι· τρία ρήματα που έχουν την ίδια επί της ουσίας σημασία κι όμως τελικά διαφέρουν μεταξύ τους. Έχουμε μάθει, δυστυχώς, να μη μιλάμε. Σα να ‘χουμε ξεχάσει πώς είναι να εκφραζόμαστε. Φοβόμαστε να πούμε ξεκάθαρα αυτό που πραγματικά νιώθουμε κι όσα επιθυμούμε κι έτσι κρυβόμαστε, ενίοτε κι απ΄ τον ίδιο μας τον εαυτό. Δε λέμε ανοιχτά αυτό που θέλουμε, αυτό που μας ενοχλεί και μας βασανίζει. Προτιμούμε να το κρατάμε φυλακισμένο στον εγκέφαλό μας, δίνοντάς του τροφή για κάθε λογής σενάρια.
Εμείς, όμως, υποστηρίζουμε ότι επικοινωνούμε κι ότι κατανοούμε ο ένας τον άλλο. Και κάπου εδώ ξεκινά το μεγάλο μπέρδεμα. Αυτό που περιγράφει μ΄ εξαιρετικό τρόπο ο Bernard Werber.
Ας δούμε ένα απλό παράδειγμα επικοινωνίας. «Τι έχεις; Πώς είσαι; Σε ενόχλησε κάτι;» Ερωτήσεις που τις περισσότερες φορές επιδέχονται την απάντηση «Όχι, δεν έχω τίποτα. Είμαι καλά. Όλα καλά. Δε με έχει πειράξει κάτι. Τι να με πειράξει;» Εμείς που ρωτάμε, καταλαβαίνουμε ότι κάτι συμβαίνει, όμως δε ρωτάμε ευθέως αλλά γενικά κι αόριστα. Οι άλλοι απαντούν, επίσης, αόριστα, ίσως επειδή δεν έχουν καταλάβει ότι εμείς έχουμε καταλάβει και προσπαθούν έτσι να μας αποπροσανατολίσουν, ώστε ν΄ αποφύγουν μια ενδεχόμενη συζήτηση, που μπορεί να καταλήξει σε σύγκρουση. Εμείς απ΄ την πλευρά μας μέσω της απάντησής τους, μπορεί να εισπράττουμε απόρριψη κι αδιαφορία. Ο καθένας λοιπόν λέει ό,τι θέλει να πει κι ο άλλος καταλαβαίνει αυτό που καταλαβαίνει. Ένας φαύλος κύκλος.
Κάποιος θα σκεφτεί ότι δεν είναι τραγικό κάποια στιγμή να λέμε αυτά τα αθώα ψεματάκια της καθημερινότητας. Σωστά, αλλά αυτό αφορά σ΄ ένα και μόνο παράδειγμα. Υπήρξαν, υπάρχουν και θα εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές καταστάσεις στην κοινή οικογενειακή, συντροφική, φιλική κι επαγγελματική ζωή μας με τους άλλους, που δεν μπορούν ν΄ αντιμετωπιστούν είτε λέγοντας αθώα ψεματάκια είτε αποφεύγοντας με όποιο τρόπο την ουσιαστική συζήτηση.
Η λανθάνουσα αυτή μορφή επικοινωνίας δεν ωφελεί κανέναν, καθώς μόνο σύγχυση μπορεί να προκαλέσει. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε εξαιρετικά καλοί στη μετάφραση, αλλά τις περισσότερες φορές μεταφράζουμε τα λεγόμενα του άλλου, με βάση αυτό που θέλουμε να καταλάβουμε κι αρκετά συχνά απογοητευόμαστε, επειδή οι προβλέψεις μας ήταν διαφορετικές. Και τότε αρχίζουμε να διαβάζουμε δυνατά στους άλλους το μακρύ κατηγορητήριο, που νοητικά συντάξαμε εις βάρος τους. Ή κι το αντίθετο· εμείς μπαίνουμε στη θέση του κατηγορουμένου. Κι ο αγώνας για το ποιος θα επικρατήσει και θ΄ ανακηρυχθεί νικητής ξεκινά, φέρνοντας ασφαλώς τ΄ αντίθετα αποτελέσματα. Και το χάσμα μεταξύ μας φαντάζει δύσκολο έως αδύνατο να γεφυρωθεί.
Ενώ θα ήταν πολύ πιο απλά τα πράγματα αν λέγαμε ευθέως ό,τι νιώθουμε, όλα όσα μας δυσκολεύουν. Να ζητήσουμε ευγενικά να μας εξηγήσουν όσα δεν κατανοούμε. Και φυσικά να έχουμε το ψυχικό σθένος να παραδεχτούμε ότι αυτό που αντιληφθήκαμε ήταν λάθος. Ασφαλώς κι η επιδίωξή μας αυτή μπορεί να πέσει στο κενό. Όμως τουλάχιστον θα ξέρουμε ότι προσπαθήσαμε και δε θα παιδεύουμε τον εγκέφαλό μας με αυτά τα ατελείωτα «αν».
Φυσικά κι υπάρχουν άνθρωποι που είτε δεν μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα είτε δυσκολεύονται να εξωτερικεύσουν τις εσωτερικές τους σκέψεις. Όχι επειδή δεν το θέλουν, αλλά επειδή απλώς δε μπορούν. Ίσως στις περιπτώσεις αυτές να πρέπει ν΄ αναπτύξουμε μια δύσκολη αλλά εξαιρετικά σημαντική δεξιότητα. Να μάθουμε ν΄ ακούμε. Γιατί πέρα απ΄ τα ρήματα επικοινωνώ, μιλάω, εκφράζομαι υπάρχει και το ρήμα ακούω. Κι ίσως αυτό να ΄ναι το σημαντικότερο όλων. Αν μάθουμε ν΄ ακούμε τον άλλον τότε μπορεί και η πιο δειλή, περίπλοκη και διστακτική έκφραση του άλλου να γίνει κατανοητή. Κι έτσι κάθε ενδεχόμενο ασυνεννοησίας να εκλείψει.
Σ΄ έναν κόσμο, λοιπόν, που επικρατεί αυτό το κλίμα της ασυνεννοησίας, εμείς τουλάχιστον ας προσπαθήσουμε να συνεννοηθούμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου