Στην έναρξη της σχέσης δημιουργούνται προσδοκίες. Ο ενθουσιασμός, η έλξη, η φλόγα που σιγοκαίει ανάμεσα στους δυο κι ένας έρωτας που ανατέλλει και σφραγίζεται με όρκους παντοτινής αγάπης κι αιώνιας αφοσίωσης, είναι αρκετά για να καταχωρήσουν στο μυαλό μας το «για πάντα μαζί». Καθώς ο χρόνος κυλά, αυτό το «για πάντα μαζί» αποθηκεύεται. Με την πάροδο, όμως, του χρόνου η σχέση τείνει να αλλάζει. Ξεκινά να παίρνει μια άλλη, διαφορετική μορφή κι η προοπτική του «για πάντα μαζί» φαντάζει δύσκολη έως απρόσιτη.
Και τότε ο αγώνας ξεκινά. Αλλεπάλληλες προσπάθειες για ν’ αναμορφώσουμε ή, έστω, να συντηρήσουμε αυτό το «για πάντα μαζί». Για κάποιους ο αγώνας αυτός ολοκληρώνεται με επιτυχία, κάτι ασφαλώς που μόνο ο χρόνος θα κρίνει. Ενώ γι’ άλλους είναι, απλώς, μάταιος. Επειδή η σχέση τελικά ενέσκηψε στη μοίρα της απομυθοποίησης και της φθοράς. Και τότε αντί της διαγραφής του αποθηκευμένου αρχείου «για πάντα μαζί» ξεκινά ένας διαφορετικός αγώνας. Να σώσουμε τη σχέση αυτή που μοιάζει να ‘χει τελειώσει.
Προσωπικά η φράση αυτή μ’ αγχώνει. Να σώσω κάτι που ‘χει τελειώσει. Πολύ δε περισσότερο όταν έχω συνειδητοποιήσει ότι όντως η σχέση έχει βαλτώσει και δεν έχει πλέον κάτι να μου προσφέρει. Αγωνίζομαι να το σώσω; Να το ανατρέψω; Ή απλώς να παρατείνω για λίγο ακόμη το χρόνο που απομένει;
Αναγνωρίζω ότι υπάρχουν φορές που μέσα μας φωλιάζει η ελπίδα ότι κάτι μπορεί ν΄ αλλάξει. Κι είναι αυτή η ελπίδα που μας δημιουργεί το κίνητρο της συνεχούς κι αδιάκοπης προσπάθειας. Όμως βαθιά μέσα μας γνωρίζουμε το τέλος. Και τελικά ο μάταιος αυτός αγώνας έχει αντίκτυπο στον ίδιο μας τον εαυτό. Κάτι που αφορά κι εμάς τους ίδιους αλλά και το σύντροφό μας. Επειδή η ύπαρξή μας, η ταυτότητά μας, η εικόνα για τον εαυτό μας, η συμπεριφορά μας εξαρτάται πάντα απ΄ τις δράσεις-αντιδράσεις του άλλου ατόμου. Κι όταν είτε εμείς είτε οι άλλοι δε λαμβάνουμε την πολυπόθητη επιβεβαίωση των προσπαθειών μας, νιώθουμε ευάλωτοι κι ανοχύρωτοι.
Εκδηλώνουμε συμπεριφορές και πράττουμε με τρόπο, που ίσως μέχρι εκείνη τη στιγμή, μας ήταν εντελώς άγνωστος. Καταλήγουμε σιγά-σιγά να χάνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Επιλέγουμε, όμως, να βιώνουμε μια εντελώς ψυχοφθόρα κι επίπονη κατάσταση, την οποία σαφώς και δεν επιθυμούμε. Με αποκλειστικά δική μας ευθύνη η κατάσταση αυτή διαιωνίζεται. Ακόμη και τις φορές που μοιραία φτάνουμε στο σημείο να μιλήσουμε για χωρισμό, την τελευταία στιγμή πάντοτε υπαναχωρούμε. Κι ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται.
Γιατί μας είναι δύσκολη η προοπτική της διαγραφής του «για πάντα μαζί»; Πιο απλά γιατί εντέλει φοβόμαστε να χωρίσουμε; Φοβόμαστε. Σ΄ αυτό το φόβο εμπεριέχεται μια μεγάλη αλήθεια. Όσο επίπονη, κουραστική και καταστροφική είναι μια σχέση, δεν παύει να ΄ναι γνώριμη κι άρα αντιμετωπίσιμη. Ο φόβος, όμως, της αντιμετώπισης του σταδίου που ακολουθεί τη διάλυση μιας σχέσης, που σαφέστατα δε μας είναι γνωστό, αποτελεί για πολλούς πρόσκομμα στο να προχωρήσουν μόνοι μπροστά. Οπότε η προοπτική της διαγραφής του «για πάντα μαζί» φαντάζει σχεδόν αδύνατη και κάμπτεται μπροστά στο φόβο της αναμέτρησης με το άγνωστο.
Υπάρχουν κι άλλοι πολλοί και διαφορετικοί για τον καθένα από μας λόγοι, που μας ωθούν στο να εμμένουμε και τελικά να παραμένουμε σε τελματωμένες σχέσεις. Ο φόβος κι η άρνηση της αίσθησης του πόνου και της θλίψης που ο χωρισμός προκαλεί. Η εμμονή να πιστεύουμε ότι όλα όσα έχουμε προσφέρει κι άρα επενδύσει στη σχέση μας, θα χαθούν ή ότι τελικά κάθε προσπάθειά μας γι΄ αυτή τη σχέση ήταν ανώφελη. Η σύνδεση του χωρισμού με την αποτυχία μας κι οι ενοχές που αυτή μας δημιουργεί. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης κι αυτοεκτίμησης κι η κατάλυση των προσωπικών ορίων, αξιών και προτεραιοτήτων. Ο τρόμος της μοναξιάς. Η ύπαρξη κι εμπλοκή των παιδιών και της οικογένειας γενικότερα. Ο κοινωνικός περίγυρος κι οι επικρίσεις του. Η οικονομική ανασφάλεια. Η άρνηση του να «χρεωθούμε» εμείς την απόφαση του χωρισμού, προκαλώντας πόνο στο άλλο πρόσωπο.
Μπροστά λοιπόν σ΄ όλες αυτές τις φοβίες μένουμε αδρανείς κι εξακολουθούμε να πράττουμε το ίδιο έγκλημα. Να «σκοτώνουμε» αργά όχι μόνο τον ίδιο μας τον εαυτό αλλά και τον άλλο άνθρωπο, που επιμένουμε να ‘χουμε πλάι μας. Μας αδικούμε και τους αδικούμε. Κι αυτό που εντέλει μένει κι εντυπώνεται πάνω μας και μέσα μας είναι η απουσία κάθε φυσικής και συναισθηματικής εγγύτητας.
Προφανώς ο χωρισμός δεν είναι μια εύκολη απόφαση. Προφανώς και η απόλυτη διαγραφή του «για πάντα μαζί», στο οποίο εμπεριέχονται οι προσδοκίες και τα όνειρά μας, οι προσπάθειες και θυσίες μας, τα συναισθήματά μας, έχει κόστος. Το κόστος, όμως, αυτό είναι μεγαλύτερο όταν παραμένουμε σε μια σχέση που δεν έχει πλέον κάποιο νόημα, δεν έχει μέλλον. Κι ίσως τότε οι λέξεις «για πάντα μαζί» πρέπει να αντικατασταθούν από τρεις διαφορετικές· αναγνώριση, αποδοχή, αλλαγή. Αναγνωρίζουμε το τέλος της σχέσης μας και το αποδεχόμαστε. Επειδή μόνο τότε μπορούμε ν΄ αλλάξουμε. Το ν΄ αποχαιρετήσουμε το άλλο πρόσωπο και να προχωρήσουμε είναι υγιές, που στο μέλλον αποδεικνύεται σωτήριο όχι μόνο για τον έναν αλλά και για τους δυο πρώην συντρόφους.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου