Αν σε ρωτήσουν ποιο είναι το αντίθετο της αγάπης, θ΄ απαντήσεις λογικά το μίσος. Κι όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. «Μα γιατί;» θα λες τώρα. Σκέφτεσαι ότι αγάπησες τόσο πολύ το άτομο εκείνο, που τελικά σε πρόδωσε και τώρα το μισείς. Άρα μέσα σου θεωρείς ότι πρόκειται για δύο εντελώς αντίθετα συναισθήματα. Λυπάμαι που θα σ΄ απογοητεύσω, αλλά πρόκειται για δύο αλληλένδετα συναισθήματα. Ισχυρίζεσαι, λοιπόν, ότι τώρα μισείς το άτομο, που μέχρι πρότινος αγαπούσες. Τελικά ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Ότι εξακολουθείς να το αγαπάς. Απλώς μ΄ ένα διαφορετικό τρόπο, που έχει μεταμορφώσει την αγάπη σου σε μίσος.
Αγάπη και μίσος. Δύο έννοιες αλληλένδετες. Μια σχέση αλληλεξάρτησης. Δύο συναισθήματα που αποτελούν τις δύο όψεις ενός νομίσματος και που συνδέονται μεταξύ τους με μια λεπτή, σχεδόν αόρατη, κλωστή. Μερικά μόνο δευτερόλεπτα είναι αρκετά για να σπάσουν την κλωστή αυτή. Κι ο απόλυτος έρωτας, η αγάπη που νιώθεις για αυτό το πρόσωπο, να μετατραπούν σε απόλυτο μίσος.
Αγάπη και μίσος, που προσδίδουν στη ζωή σου δύο αποχρώσεις· μια λευκή και μια μαύρη αντίστοιχα, με μια λεπτή κόκκινη διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους. Ακροβατείς πάνω της κι αν την περάσεις, τα δύο αυτά χρώματα και συναισθήματα αναμιγνύονται κι εναλλάσσονται συνεχώς, με απόλυτο νικητή το μίσος, το μαύρο συναίσθημα.
Ξέρεις κάτι; Το μίσος είναι ακόμη πιο δυνατό κι απ΄ την αγάπη. Επειδή κυριαρχείται απ΄ το απωθημένο, απ΄ το πάθος και την ανάγκη για εκδίκηση. Επειδή το μίσος οδηγείται από το μυαλό κι όχι απ΄ την καρδιά. Ερωτεύτηκες, έκανες όνειρα κι αγάπησες. Πίστεψες ότι εσύ κι εκείνο το άτομο θα ΄στε για πάντα μαζί, για όσο διαρκεί αυτό το πάντα. Λειτουργούσες με γνώμονα την καρδιά σου. Αγαπούσες δυνατά κι ολοκληρωτικά. Και ναι, εννοείται ότι κι εσύ έπαιρνες από ΄κείνο αγάπη, πίστη, υποσχέσεις, κοινά όνειρα. Σίγουρα έπαιρνες, μέχρι που σταμάτησαν να προσφέρονται.
Τότε το μυαλό επιβλήθηκε στην καρδιά. Κι η αγάπη σου, σε μερικά μόνο δευτερόλεπτα, μεταμορφώθηκε σε μίσος. Δεν μπορούσες, όμως, να κάνεις κάτι άλλο. Επειδή δεν ήταν δυνατό όλη αυτή η αγάπη που αισθανόσουν, να χαθεί ως δια μαγείας. Έπρεπε κάπου να διοχετευθεί και βρήκε διέξοδο εκεί. Μίσησες κι ίσως να μισείς ακόμη, επειδή έτσι μόνο μπορείς ν΄ αντέξεις τον πόνο, που το άτομο αυτό σου προκάλεσε. Επειδή πρέπει να ενώσεις και πάλι τα κομμένα κομμάτια του εαυτού σου. Επειδή θέλεις να το εκδικηθείς γιατί δε σ΄ έχει ανάγκη πια. Επειδή αφιέρωσες χρόνο, κόπο κι όνειρα που έμειναν μισά. Επειδή έφυγε λέγοντάς σου ένα ξερό αντίο, συνοδευόμενο από ένα ξενέρωτο «να προσέχεις». Επειδή ήθελες να βρίσεις και να ουρλιάξεις, αλλά δε το ΄κανες. Και τώρα τι; Εσύ κι η ριγμένη σου αξιοπρέπεια, αγκαλιά με το θυμό σου. Ναι, μισείς επειδή δεν μπορείς πια να δώσεις την αγάπη σου. Επειδή πλέον δεν είναι αρκετή.
Αυτά, λοιπόν, που συνηθίζουν να λένε ότι αν αγαπάς κάποιον, θέλεις κι επιδιώκεις μόνο το καλό του, ακόμη κι αν μέσα στο καλό του εσύ πάψεις να χωράς, ή ότι δεν μπορείς να μισήσεις κάποιον που αγάπησες, είναι ψέματα. Γιατί όταν αγαπάς κάποιον, τον θέλεις απόλυτα δικό σου. Δε συμβιβάζεσαι με ημίμετρα και δεν αποδέχεσαι ενδιάμεσες καταστάσεις. Τα δίνεις όλα και τα θέλεις όλα. Όταν αγαπάς παράφορα, είσαι ικανός και να μισήσεις παράφορα.
Δεν πρέπει ούτε να ντρέπεσαι ούτε να αισθάνεσαι ενοχές γι΄ αυτό. Άνθρωποι είμαστε με αδυναμίες. Μέσα, όμως, στις αδυναμίες μας αυτές κρύβεται η δύναμή μας. Επειδή ακόμη κι αν τώρα μισείς, κάποια στιγμή θα βρεις τη δύναμη να ξεφύγεις απ΄ αυτή την κατάσταση. Κάποτε θα κουραστείς, θα συγχωρήσεις και τελικά θ΄ αδιαφορήσεις.
Αδιαφορία. Μια λέξη, δίχως συναίσθημα και χρώμα. Μόνο πάγος. Προσωπικά η αδιαφορία πιστεύω ότι ΄ναι το αντίθετο της αγάπης κι όχι το μίσος. Όταν φτάσεις στο σημείο να μη σε νοιάζει τι κάνει στη ζωή του το άτομο που λάτρευες, και το μόνο που σου ΄ρχεται, κάποιες λιγοστές στιγμές στο μυαλό, είναι «ας είναι καλά όπου και να ΄ναι», τότε ναι, η αγάπη σου έχει πάψει να υφίσταται. Όταν όμως μισείς και το μόνο που επιδιώκεις είναι να πάρεις το αίμα σου πίσω, τότε δεν έχω κάτι άλλο να πω, παρά μόνο ότι το αγαπάς ακόμη. Αυτή τη φορά, όμως, μεταλλαγμένα. Απόλυτα και με μαύρο χρώμα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου