Υποκρίνομαι σημαίνει ότι προσποιούμαι για να μην αποκαλύψω τις αληθινές μου σκέψεις και συναισθήματα. Υποκρίνομαι σημαίνει ότι λέω κάτι διαφορετικό απ΄ αυτό που πιστεύω. Υποκρίνομαι σημαίνει ότι παριστάνω κάτι άλλο απ΄ αυτό που τελικά είμαι. Υποκρίνομαι σημαίνει κρύβομαι. Και τελικά τι; Κρίνουμε απ΄ το «φαίνεσθαι» επειδή αυτό έχει επικρατήσει έναντι του «είναι». Θεωρούμε κατόρθωμα το να καταφέρνουμε να υποκρινόμαστε σ΄ έναν κόσμο που είναι γεμάτος από υποκριτές. Παντού και πάντοτε.
Παίζουμε θέατρο στην καθημερινότητά μας, στις σχέσεις μας, με τους συνανθρώπους μας. Κι αν τυχόν θεωρείτε ότι όλ΄ αυτά είναι υπερβολικά, σκεφτείτε, για παράδειγμα, την εικόνα που όλοι αποκομίζουμε, λίγο ή πολύ, απ΄ τη γενικότερη συμπεριφορά και τις αντιλήψεις μιας μέσης ελληνικής συντηρητικής οικογένειας. Δυστυχώς ή ευτυχώς, όπως κι αν το δει ο οποιοσδήποτε από εμάς, υπάρχουν πολλά παραδείγματα που αποτελούν όχι ενδείξεις, αλλά αποδείξεις της υποκρισίας και της προσποίησης που κυριαρχεί στην καθημερινότητα της μέσης ελληνικής οικογένειας.
Ρατσισμός, ομοφοβία, σεξισμός, αδιαφορία, νεοσυντηρητικές απόψεις ή ακόμη και νεοεθνιστικές αντιλήψεις, που έχουν αναπτυχθεί και συνεχίζουν ν΄ αναπτύσσονται στην ελληνική κοινωνία και να διοχετεύονται μέσα στην ελληνική οικογένεια. Κι όλα αυτά μαζί για να δικαιολογήσουν την έννοια της προστασίας των μελών της. Μια προστασία που τις περισσότερες φορές καταλήγει σ’ έναν αδιόρατο πνιγμό. Και το κυριότερο και σαφέστατα τραγικό είναι ότι πίσω απ΄ όλα αυτά κρύβεται αυτή η υποκρισία και μόνο.
Η υποκρισία, λοιπόν, της μέσης ελληνικής «συντηρητικής» οικογένειας. Μια υποκρισία που έχει βρει τον τρόπο να κρύβεται καλά πίσω απ΄ το γνωστό «Πατρίδα-Θρησκεία-Οικογένεια». Μια υποκρισία που υποβόσκει πίσω από άπειρες και διαφορετικές κάθε φορά καταστάσεις.
Επειδή, τελικά, στην εποχή μας θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό η μέση συντηρητική, πάντοτε, οικογένεια να σοκάρεται όταν, για παράδειγμα, βλέπει στην τηλεόραση ή στο δρόμο ένα φιλί που ανταλλάσσεται μεταξύ ομοφυλόφιλων. Ταυτόχρονα, όμως, κλείνει τα μάτια μπροστά στα κάθε λογής κρούσματα ενδοοικογενειακής βίας. Πολύ απλά κρίνει και κατακρίνει αυτό το γκέι φιλί, αλλά ταυτόχρονα σφυρίζει αδιάφορα κάθε φορά που αντιλαμβάνεται ότι στο διπλανό διαμέρισμα οι γείτονες μαλώνουν άχημα. Παραβλέπει τα κάθε λογής σημάδια ενδοοικογενειακής βίας που διαπράττονται ακριβώς δίπλα, γιατί αυτό που λέει είναι «πού να μπλέκω εγώ τώρα. Τι με νοιάζει». Δυστυχώς.
Επειδή θεωρείται απόλυτα «φυσιολογικό» να πιέζουν τις κόρες και τους γιους να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά, να νοικοκυρευτούν –όπως έχουν μάθει να λένε– να δημιουργήσουν τη δική τους συντηρητική (αυτό δεν το λένε, αλλά το υπονοούν) οικογένεια. Παράλληλα, όμως, εκείνοι που διακαώς ενθαρρύνουν την έννοια της οικογένειας είναι κι οι ίδιοι, που διατηρούν εξωσυζυγικές σχέσεις. Επειδή «έλα μωρέ το θέμα είναι να γυρνάς μετά στο σπίτι σου». Ακόμη κι όταν οι παράλληλες αυτές σχέσεις γίνονται αντιληπτές απ΄ το σύζυγο ή τη σύζυγο, δεν κωλύονται να κλείσουν τα μάτια και να τις αποσιωπήσουν, σα να μη συμβαίνουν. Επειδή «σιγά μη διαλύσω εγώ την οικογένειά μου για ένα-δύο κέρατα». Αφήστε που πάντοτε υπάρχουν κι άλλοι που αν το μάθουν, θα τους κρίνουν κι έτσι το κάδρο της «τέλειας οικογένειας» που έχουν κρεμάσει στο σπιτάκι τους για να το βλέπουν όλοι, μονομιάς θα γίνει θρύψαλα. Δυστυχώς.
Επειδή θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό να ενεργούν στη ζωή τους –όπως ισχυρίζονται– πάντοτε με το «σταυρό στο χέρι». Όμως κάθε φορά που κάποιος αντιστέκεται, διαφωνεί ή/και συγκρούεται με τις κολλημένες απόψεις τους, το μόνο που κάνουν είναι να εκρήγνυνται και να ξεσπούν, ξεστομίζοντας ταυτόχρονα κατάρες γιατί αυτός ο άλλος τόλμησε να διαφωνήσει μαζί τους. Δυστυχώς.
Επειδή θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό να κρίνουν και κατακρίνουν τα θύματα γιατί «μάλλον τα ΄θελαν και τα ‘παθαν», αλλά αν κάτι τέτοιο συμβεί σε δικό τους πρόσωπο, μετατρέπονται σε τέρατα. Γι΄ αυτό κι η σεξουαλική βία παραμένει, δυστυχώς, ανεκτή και δεν εξαλείφεται, επειδή έχουμε μάθει να κρυβόμαστε πίσω απ΄ το «και τι να κάνουμε, αφού υπάρχει κι αυτό». Δυστυχώς.
Επειδή θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό να τους ενδιαφέρει μόνο η δική τους καλοπέραση. Να τους νοιάζει να έχουν στην άκρη τα λεφτά τους, το δικό τους σπιτάκι, το δικό τους αυτοκίνητο, τη δουλίτσα τους και μετά «δε βαριέσαι ρε αδερφέ, τι με νοιάζει εμένα για τους άλλους. Ας καεί κι ολόκληρο το σύμπαν. «Εγώ να ΄μαι καλά».
Υποκρισία λοιπόν. Κάπου την αντιλαμβανόμαστε, τη βλέπουμε, την αναγνωρίζουμε, όμως υποκρινόμαστε ότι την αγνοούμε. Και τελικά τι; Πόσο φοβόμαστε να εκφράσουμε τις αληθινές σκέψεις κι επιθυμίες μας; Πόσο συντηρητικοί είμαστε ή, έστω, έτσι επιδιώκουμε να παρουσιαζόμαστε; Πόσο έτοιμοι είμαστε να δεχτούμε το διαφορετικό απ΄ αυτό που ο καθένας θεωρεί συμβατικό; Αυτό το «άλλο» που είτε μας ελκύει κρυφά είτε μας απωθεί; Και τελικά πόσα απωθημένα κουβαλάμε κρύβοντάς τα πίσω απ΄ τη μάσκα της υποκρισίας; Ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα ή μάλλον ερωτήματα που εσκεμμένα δε θα απαντηθούν ποτέ. Ο λόγος; Ίσως επειδή έτσι βολεύει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου