«Μόνο ο Έρωτας μπορεί να με σώσει κι ο Έρωτας με καταστρέφει»· ένας στίχος της Σάρα Κέιν απ΄ το Crave. Μια συγγραφέας, που καθιερώθηκε στο χώρο του θεάτρου για την ποιητική, ωμή γραφή της. Το «κακό κορίτσι» του βρετανικού θεάτρου, όπως πολλοί την αποκαλούσαν. Μέσα απ΄ την πένα της αντιλαμβανόμαστε την αγωνία και τα τραύματα της ανήσυχης αλλά, οπωσδήποτε, ρομαντικής ψυχής της. Τα έργα της αποτελούν πρόκληση, τόσο για τους θεατές όσο και για τους ίδιους τους ερμηνευτές.

Το 1999 έφυγε απ΄ τη ζωή, σε ηλικία 28 ετών. Τερμάτισε η ίδια τη ζωή της στο νοσοκομείο που νοσηλευόταν, μετά από μια προηγούμενη αποτυχημένη απόπειρα. Υπέφερε από χρόνια κατάθλιψη. Λίγο πριν το χαμό της ολοκλήρωσε το 4.48 Psychosis, την αυτοβιογραφία της· «άσπρο–μαύρο, άσπρο–μαύρο, ζωή σαν αρνητικό» έγραψε. «Θα μ’ αγαπήσουν γι’ αυτό που με κατέστρεψε.» Ένα έργο προφητικό για το δράμα που ακολούθησε.

Έχουν γραφεί πολλά για τον τολμηρό, πολυτάραχο χαρακτήρα της Κέιν, παρόλο που οι πληροφορίες για την προσωπική της ζωή είναι λιγοστές.  Μόνο στα κείμενά της μπορούμε να «διαβάσουμε» το χαρακτήρα της. Ούσα έφηβη πολεμούσε το κατεστημένο, διεκδικώντας το δικαίωμα να καθορίσει η ίδια την ταυτότητά της. Με τα έργα της εξαφάνισε την καθωσπρέπει γλώσσα, που έπρεπε να χρησιμοποιείται στο θέατρο. Έγραψε τα θεατρικά Blasted, Phaedra’s Love, Cleansed, 4.48 Psychosis, μ΄ επίκεντρο την αγάπη, τον έρωτα, την επιθυμία, τα ψυχοσωματικά σύνδρομα και το τέλος της ζωής, στην πιο ακραία μορφή. Με κορυφαίο το ερωτικό της Crave. Ένας έρωτας θεϊκός, που μοιάζει με «σταύρωση».

Crave, που σε μετάφραση αποδόθηκε ως Λαχτάρα, Δίψα. Το προ-τελευταίο της έργο, που αγαπήθηκε πολύ απ΄ όσους ερωτεύθηκαν έστω και για μία φορά. Προκλητικό, γεμάτο απελπισία κι απόγνωση, όμως, βαθιά ερωτικό, όπως στα περισσότερα έργα της. Ένας διάλογος τεσσάρων φωνών, που μοιάζει με μονόλογο κι εκφράζει την αβεβαιότητα και την παράνοια του μονόπλευρου έρωτα.

Ωδή στο ερωτικό πάθος, που κρύβει την ελπίδα αλλά και τη μοναξιά, που εμπεριέχει την απόγνωση. Κι ύστερα μια ευθεία γραμμή και τέλος. Άλλοτε μιλά ήρεμα:

«Και να λιώνω όταν χαμογελάς, και να διαλύομαι όταν γελάς, και να μην καταλαβαίνω γιατί νομίζεις ότι σε απορρίπτω, όταν δε σε απορρίπτω. Και ν’ αναρωτιέμαι πώς σου πέρασε απ’ το μυαλό ότι θα μπορούσα ποτέ να σ’ απορρίψω. Και να αναρωτιέμαι ποιος είσαι αλλά να σε δέχομαι ούτως ή άλλως.»

Άλλες φορές το ύφος της κυριαρχείται από ορμή, πάθος, αγριότητα:

«Μη μου λες όχι εμένα, δεν μπορείς να μου λες όχι εμένα γιατί είναι τέτοια ανακούφιση να ξαναβρίσκεις τον έρωτα και να ξαπλώνεις στο κρεβάτι.»

«Θα σου λέω ψέματα απ΄ την πρώτη κιόλας μέρα και θα σ’ εκμεταλλεύομαι και θα σε κοροϊδεύω και θα σου κάνω κομμάτια την καρδιά γιατί πρώτη εσύ μου την κομμάτιασες και θα φύγεις μόνη γιατί θα σου πάρω ό, τι θέλω και μετά θα σε παρατήσω και δε θα σου χρωστάω τίποτα.»

Ένας άνθρωπος που αγάπησε κι υπέφερε, άλλοτε κραυγάζοντας άλλοτε σιωπώντας, πάντοτε, όμως, προσπαθώντας να νικήσει την αδιαφορία του προσώπου, που τη λύγιζε.

«Και να σου ζητάω να με παντρευτείς και να λες πάλι όχι, αλλά να συνεχίζω να στο ζητάω, επειδή αν και νομίζεις ότι δεν το εννοώ, πάντα το εννοούσα από την πρώτη φορά που στο ζήτησα.»

«Και να θέλω ό, τι θέλεις. Και να νομίζω ότι χάνω τον εαυτό μου, αλλά να ξέρω πως είμαι ασφαλής μαζί σου και να σου λέω για τη χειρότερη πλευρά μου και να προσπαθώ να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου, επειδή δεν αξίζεις τίποτα λιγότερο. Και να απαντάω στις ερωτήσεις σου όταν θα προτιμούσα να μην το κάνω και να σου λέω την αλήθεια, όταν στην πραγματικότητα δεν το θέλω. Και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής επειδή ξέρω ότι το προτιμάς και να νομίζω ότι όλα έχουν τελειώσει αλλά να κρατιέμαι για δέκα λεπτά ακόμα πριν με πετάξεις έξω από τη ζωή σου και ξεχάσω ποια είμαι και να προσπαθώ να σε πλησιάσω, επειδή είναι όμορφα να σε μαθαίνω και αξίζει τον κόπο.»

Ζωγραφίζει τον ερωτευμένο, που ψάχνει μόνιμα να πάρει απαντήσεις απ΄ τον έρωτά του, που τρέμει στη σκέψη της προδοσίας και της απώλειας, που ζητά από τον άλλο να επουλώσει τις πληγές του, που βυθίζεται στ΄ αμέτρητα σενάρια του μυαλού του, που θέλει να ξεφύγει αλλά υπομένει και τελικά, μένει.

«Και να νομίζω πως όλα τελείωσαν κι ωστόσο να περιμένω άλλα δέκα λεπτά πριν με πετάξεις έξω απ΄ τη ζωή σου. Και να ξεχνάω ποιος είμαι. Και να κάνουμε έρωτα στις τρεις το πρωί. Και κάπως με κάποιο τρόπο να σου εκφράζω έστω και λίγο τον ακάθεκτο, τον ακατάλυτο, τον ακατάσβεστο, τον μεταρσιωτικό, τον ψυχαναληπτικό, τον άνευ όρων, τον τα πάντα πληρούντα, τον δίχως τέλος και δίχως αρχή έρωτά μου για σένα.»

 

Συντάκτης: Ελίζα Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου