Πώς περιμένουμε να ξέρουν οι άλλοι το γούστο μας και τι χρειαζόμαστε, αφού συχνά δεν το ξέρουμε ούτε εμείς και μπορεί να θέλουμε και μια αιωνιότητα μέχρι να αποφασίσουμε τι μας αρέσει; Κι η αναποφασιστικότητα αυτή, ξεκινά από τα πολύ απλά για να καταλήξει στα πολύ σύνθετα. Και μένει μετέωρο το αν πραγματικά στο τέλος τα αποκτήσαμε (όλα εκείνα που αποκτήσαμε) επειδή όντως τα χρειαζόμασταν ή αν απλώς θέλαμε να πάρουμε κάτι για να πούμε ότι αγοράσαμε έστω ένα πραγματάκι.
Αρχικά είμαστε σε μια εποχή που κυριαρχεί ο καταναλωτισμός, είμαστε μοντέλα σύγχρονης κατανάλωσης που αγοράζουν άσκοπα πράγματα που στην τελική δεν τα χρειάζονται. Γεμίζουμε το σπίτι μας με απερίσκεπτες αγορές και καθόμαστε και τις κοιτάμε. Στην αρχή μπορεί να πάρουμε κάποια ρούχα που είναι μέσα στη μόδα, για παράδειγμα, είναι η εποχή τους, ή μας έπεισε η πωλήτρια πως τα φοράνε όλοι και λέμε ας πάρουμε κι εμείς ένα, αφού τα έχει όλος ο κόσμος. Όταν έρχεται η στιγμή να βγούμε έξω και να φορέσουμε το συγκεκριμένο ρούχο, διαπιστώνουμε πως δε μας ταιριάζει, δεν είναι στο δικό μας στυλ και όπως το πήραμε το αφήνουμε μέσα στο ντουλάπι με όλα τα υπόλοιπα αφόρετα ρούχα. Συν ένα, τι πειράζει;
Με την αγορά νέων πραγμάτων νιώθουμε το αίσθημα της αναβάθμισης. Είναι η αίσθηση που σε κάνει να νιώθεις πως υπάρχεις, ότι ανανεώνεσαι, εξελίσσεσαι, περιποιείσαι τον εαυτό σου και τον προσέχεις, αγαπάς εσένα και γεμίζεις εσένα με πράγματα που σου δίνουν χαρά. Η οικονομική κατάσταση έχει σημαντικό ρόλο σε αυτό το κομμάτι, γιατί κάποιοι αγοράζουν πράγματα που αληθινά τα χρειάζονται- έστω και για χρήση της μίας φοράς- κι άλλοι απλά για το φαίνεσθαι, για να δείξουν την ύπαρξή τους, «αγοράζω άρα υπάρχω», άλλωστε. Υπάρχει κι αυτό το ενδεχόμενο στο συγκεκριμένο θέμα, όμως ας εστιάσουμε στο πιο απλό: πώς μπορεί κάποιος να μας αγοράσει κάτι αφού γνωρίζει ότι συνεχώς είμαστε ένα αναποφάσιστο άτομο;
Είναι εύκολο στην απάντησή του, ποτέ δε θα ξέρουν οι άνθρωποί μας τι να πάρουν και θα καταλήγουν να μας αγοράζουν κάτι που έχουμε ήδη, κυλώντας σε κάποιο σιγουράκι, μη και μας δυσαρεστήσουν. Να ρισκάρουν να πάρουν κάτι καινούριο που δε μας είδανε ποτέ να εγκρίνουμε, ή να μην το έχουμε καν στο σπίτι; Δεν υπάρχει περίπτωση. Ξέρουν πάνω-κάτω τι μας αρέσει θεωρητικά, όμως δε θα είναι ποτέ σίγουροι για την απόφασή τους αφού συχνά μας αρέσουν αντιφατικά πράγματα ή δε μας αρέσουν αυτά που είχαμε χθες γιατί τα έχουμε βαρεθεί ή γιατί έχουμε ήδη αγοράσει (και πετάξει) ό, τι μπορεί να σκεφτεί ένα ανθρώπινο μυαλό. Αποτέλεσμα; Όλη η διαδικασία του να μας πάρει κάτι κάποιος καταντά αγχωτική και δυσάρεστη, πράγμα που δεν είναι ο σκοπός ενός δώρου.
Αυτό συμβαίνει γενικώς ως κοινωνική συμπεριφορά, είναι ένα καθημερινό φαινόμενο που πηγάζει μέσα από τον καταναλωτισμό και τις άπειρες επιλογές που έχει κάποιος, επιλογές που δε δρουν απαραίτητα προς μια θετική οδό. Αν έδινες σε ένα άτομο δύο επιλογές, Α και Β, θα ήταν πιο εύκολο να αποφασίσει γιατί ξέρει πως έχει μόνο δύο επιλογές, κάποια θα του αρέσει περισσότερο, ενώ όταν του δίνεις εκατόν πενήντα, αυξάνονται οι πιθανοί συνδυασμοί και μπερδεύεται το μυαλό του από τις πολλές εναλλακτικές που βλέπει. Δε φταίμε εμείς παιδιά, η επιστήμη μιλάει από μόνη της!
Κάθε ντουλάπα έχει ρούχα που έχουν φορεθεί μία φορά ή μπορεί κα καθόλου, όπως και κάθε καρδιά έχει μείνει ανάμεσα σε πολλές επιλογές γιατί δεν μπόρεσε να ακολουθήσει μία. Κι όλα ξεκινούν από μια και μόνο γωνία του σπιτιού που έχει ένα μικρό πραγματάκι που ήταν μια αγορά της στιγμής που τελικά δεν είναι για το σπίτι μας, για τον χαρακτήρα μας, για την καρδιά μας. Κάνουμε πολλές και διαφορετικές επιλογές, είμαστε αναποφάσιστοι, δεν ξέρουμε συνεχώς τι μας αρέσει και τί όχι, κολλάμε στις λεπτομέρειες. Όμως ίσως τελικά αυτή να είναι και η ανθρώπινη φύση αναπόφευκτα. Ποιοι είμαστε εμείς που θα της πάμε κόντρα;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου