Πάνε μήνες από τότε που σε είδα τελευταία φορά. Από εκείνο το πρωί που με δακρυσμένο βλέμμα σε είδα να κλείνεις την πόρτα πίσω σου. Αυτή η ανάμνηση θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό μου, σαν η μέρα που μου άλλαξε τη ζωή. Γιατί μαζί με την πόρτα που έκλεισες, πήρες και ό,τι είχαμε σχεδιάσει μαζί. Κάπου εκεί λοιπόν έπρεπε να χτίσω τον καινούριο μου εαυτό και να ψάξω μέσα μου να βρω τη δική μου ταυτότητα.
Ναι. Μαζί σου την είχα χάσει. Μάλλον, όπως λένε, ο έρωτας τυφλώνει. Στο βωμό του να σε έχω στο πλάι μου θυσίασα ώρες, φίλους και κάθε συναισθηματικό απόθεμα. Ήθελα να είσαι εσύ καλά, να βλέπω τα μάτια σου ήρεμα. Πόσο σπάνια το πετύχαινα αυτό. Ποτέ όμως δε σκέφτηκα να κάνω εμένα χαρούμενη. Ποτέ δεν έβαλα τον εαυτό μου στην πρώτη γραμμή, ποτέ δεν παραπονέθηκα πως δεν είχα την αγάπη που μου έδωσες αρχικά και μετά άρχισες δειλά-δειλά να κάνεις εκπτώσεις. Εκπτώσεις συναισθημάτων; Αποδοχή του «περνάω δύσκολη φάση τώρα»; Γιατί πρέπει κάποιοι να αγαπάτε με όρους; Έχει όρους η αγάπη μωρέ; Πόσα είχα να απαντήσω. Κι όμως, υπήρχα δίπλα σου και σε αγαπούσα χωρίς όρους. Αρκούσε μια βραδινή αγκαλιά σου για να πάει η μέρα που ακολουθούσε υπέροχα. Τι ακριβό αντάλλαγμα, έτσι;
Σε γνώρισα καλά, όχι όμως αρκετά καλά για να ξέρω πως όλος ο κόσμος για σένα μετράει παραπάνω από μένα. Τα μάτια σου, θυμάσαι; Θυμάσαι πόσο λαχταρούσα να με πας στο ηλιοβασίλεμα, να καθίσουμε αγκαλιά στο αμάξι ή στους βράχους; Θαρρώ πως θα θυμάσαι ακόμα τη λαχτάρα μου να πάμε μαζί αυτή την εκδρομή στη λίμνη, που όλο μου έλεγες. Πες αλήθεια, μπορείς να ξεχάσεις το πρώτο πρωινό που ξυπνήσαμε αγκαλιά, τον μαξιλαροπόλεμο ή τότε που διαβάζαμε μαζί; Αν εσύ δεν τα θυμάσαι, εγώ δεν τα ξεχνάω ποτέ. Γιατί όλα αυτά είναι στιγμές από τον έρωτά μας. Όχι συγγνώμη, από το δικό μου έρωτα. Γιατί εσύ μάτια μου, δε φαίνεται να ένιωθες και πολλά τελικά.
Και όσο παραπάνω σε λαχταρώ όσο περνάει ο καιρός, όσο παραπάνω ζητώ την αγκαλιά σου, ένα σου χάδι, ένα σου φιλί, σκέφτομαι. Σκέφτομαι πόσα έδωσα και τι πήρα πίσω. Πως τελικά σε γνώρισα πραγματικά, αφότου με χώρισες. Κι αυτόν που αγάπησα και ήταν η ζωή μου ολόκληρη, λες και τον εξαφάνισες σ’ ένα βράδυ. Πού χάθηκε; Πού πήγε;Όλο τον αγώνα που κάναμε για την αγάπη μας, τον έβαλες στην άκρη και είπες ότι πια, συνεχίζεις μόνος σου.
Ε λοιπόν, εγώ όσο και να αδημονώ να σε έχω κοντά μου, αυτόν τον καινούριο σου εαυτό δεν τον θέλω. Δε θέλω να έχω στο πλάι μου αυτόν που μπορεί με τη λογική του να διώξει ό,τι με κόπο αποκτάει η καρδιά. Γιατί κάθε της χτύπος δίνει νόημα σ’ αυτό που ζω. Σε έμαθα πλέον και κατάλαβα πως δεν κάνεις για μένα. Γιατί αγαπώ τον άνθρωπο, ενώ εσύ όχι. Γιατί διεκδικώ από τη ζωή μου, τη ζωή που μου ανήκει, ενώ εσύ όχι.
Αυτό λοιπόν το παιχνίδι δε θα ήθελα να το ξαναπαίξω. Γι’ αυτό και στην πιθανότητα να γύριζες, δε θα δεχόμουν εγώ. Λυπάμαι. Όχι για σένα αλλά για μένα. Που δε σ’ άφησα να φύγεις νωρίτερα. Ελπίζω να μάθεις γρήγορα να δέχεσαι αγάπη και να μη χάσεις άλλες όμορφες στιγμές. Δώρο ήταν, μα το χάσαμε. Για μένα ήσουν η ζωή μου όλη και το ξέρεις. Πλέον, εύχομαι να είσαι καλά. Ίσως μια μέρα, καταφέρω να γίνω κι εγώ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου