Η κάνναβη είναι πολλά πράγματα. Αυτό που σίγουρα δεν είναι, είναι κάτι άγνωστο στον άνθρωπο. Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα φυτά ως προς τη βλαπτικότητα που επιφέρει στον οργανισμό μας- φυτρώνει σχεδόν παντού, εξακολουθώντας να αποτελεί αντικείμενο ντιμπέιτ. Φαινομενικά, όλοι λίγο πολύ έχουμε σχηματίσει μια γνώμη για την κάνναβη- ορισμένοι την υποστηρίζουν, πολλοί τη φοβούνται κι αρκετοί μάλλον έχουν μαύρα μεσάνυχτα, αν σκεφτεί κανείς πώς αντιμετωπίζεται από τον περίγυρό της. Διάφοροι μύθοι, αλλά και σοβαρά επιχειρήματα, έχουν αναπτυχθεί τόσο από τους υποστηρικτές όσο κι από τους πολέμιούς της.
Για άλλους «το χόρτο του Θεού» με θεραπευτικές ιδιότητες, για άλλους η είσοδος στον κόσμο των εξαρτησιογόνων ουσιών και για άλλους απλώς ένας τρόπος να ξεφύγουν από την καθημερινότητα μέσω της αποπροσωποποίησης. Γενικότερα μια σχέση μίσους και πάθους, με διαφορετικά επιχειρήματα για κάθε οπτική. Αν ρωτήσεις δέκα διαφορετικά άτομα, σίγουρα θα πάρεις και δέκα διαφορετικές απαντήσεις!
Δεν είναι λίγοι οι χρήστες, ούτε όσοι το έχουν δοκιμάσει έστω μια φορά στη ζωή τους. Συχνά ακούμε να απενοχοποιούν τη χρήση της, υποστηρίζοντας ότι είναι ένα προϊόν της φύσης κι εντελώς ακίνδυνο. Τα χρόνια της απομυθοποίησης των πάντων, είναι εξαιρετικά διαδεδομένη, μιας και για τους χρήστες αποτελεί σύμβολο επαναστατικότητας και παρηγοριάς. Κάνναβη, μαριχουάνα, μπάφος, τσιγαριλίκι, φούντα, τρίφυλλο, γκάντζα, ντουμάνι, μαύρο, φου, παπάς. Άλλοι το πίνουν μόνοι, άλλοι με παρέα, κι άλλοι με το γκομενάκι τους.
Ξέρεις, σε τέτοιες περιπτώσεις δε σε ενδιαφέρει τόσο πού, αρκεί μόνο το «με ποιον»- και να μην είναι μπουρούχα εννοείται! Είτε σε μια χαλαρή βραδινή βόλτα, είτε σε πάρκα ή οπουδήποτε ήσυχα κι απόμερα αργά το βράδυ καβατζωμένοι με τα φουτεράκια σας, είτε σπίτι με μια βρεγμένη πετσέτα κάτω απ’ την εξώπορτα για να μην πάρουν τα σκάγια την πολυκατοικία, η συστηματική χρήση μαριχουάνας μεταξύ των ζευγαριών είναι πολλά παραπάνω από ένας τρόπος να αποφύγουν τη μεταξύ τους αμηχανία.
Το να φτάσεις στο σημείο να το γυρίσεις στον άλλο, όσο καιρό κι αν είστε μαζί, σίγουρα είναι και θέμα εμπιστοσύνης, ειδικά σε μια χώρα που είναι ακόμη μερικώς κατακριτέο. Όταν είσαι με τον σύντροφό σου και μοιράζεστε το ίδιο τσιγάρο, τότε χαλαρώνεις πολύ περισσότερο συγκριτικά με το τι θα συνέβαινε αν ήσουν μόνος ή με τους φίλους σου, σε κάνει πιο εκφραστικό συναισθηματικά, η γλώσσα πάει ροδάνι κι είναι κοινώς αποδεκτό ότι όταν την έχεις ακούσει κάνεις και τις πιο εκ βαθέων συζητήσεις. Επίσης, σύμφωνα με έρευνες, αυτά τα ζευγάρια έχουν πολύ λιγότερες πιθανότητες να ξεφύγουν σε έντονο καβγά, άρα γλυτώνουν και τους τσακωμούς. Όταν είσαι χαλαρός έτσι κι αλλιώς όλα είναι καλύτερα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μαστούρα από τις σπίθες ανάμεσά σας εκείνη την ώρα. Χαλαρώνεις όσο πρέπει- άσε που είναι και από τα καλύτερα αφροδισιακά! (Κι ας λένε ότι με τον καιρό μειώνει τις επιδόσεις).
Θεωρητικά λοιπόν όλα καλά. Μέχρι να γίνει αυτοσκοπός. Αν δηλαδή το χρειάζεστε για να μιλήσετε, αν χωρίς αυτό δένεται η γλώσσα και νιώθετε δυο ξένοι. Γιατί όπως και το ποτό ή οτιδήποτε σε βγάζει από εγρήγορση και μειώνει τις άμυνές σου, σημαίνει ότι εξ αρχής για κάποιο λόγο ίσως βρίσκονται εκεί. Κι είναι γελοίο να προσπαθούμε να δαιμονοποιούμε τον μπάφο, μα δε γίνεται να μην παρατηρήσει κανείς πως όταν με τον άνθρωπό του τον χρειάζεται για να εκφραστεί, μάλλον κάτι δεν τον καλύπτει. Προσοχή στο κενό μεταξύ επιλογής κι ανάγκης λοιπόν.
Και στην τελική, αν δύο άνθρωποι πίνουν τα τσιγάρα τους μαζί, εξαφανίζουν το οποίο συναισθηματικό κενό μπορεί να προκύψει λι εκφράζουν πολύ πιο εύκολα ο,τι πραγματικά νιώθουν, ας τους αφήσουμε να βγάλουν άκρη μόνοι τους. Γιατί τελικά, η καψούρα και η μαστούρα στα μάτια φαίνεται!
*Το άρθρο αυτό σε καμία των περιπτώσεων δεν προωθεί την κατανάλωση, διακίνηση ή διαφήμιση εξαρτησιογόνων ουσιών.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου