Σε πολλές αμερικάνικες ταινίες, έχουμε μια οικογένεια να πηγαίνει σ’ ένα καινούργιο σπίτι με χαρές, όνειρα και ελπίδες για μια καινούργια ζωή. Συνήθως το ένα παιδάκι είναι πολύ διστακτικό έως και αρνητικό σ’ αυτή την αλλαγή. Και κάπου στην αρχή, στις πρώτες μέρες, μαθαίνουμε ότι το σπίτι είναι στοιχειωμένο. Φαντάσματα, πνεύματα, δαίμονες και άλλα τέτοια σκατά.
Η οικογένεια δεν λέει να ξεκουμπιστεί από το σπίτι, ή γιατί δεν έχει πάρει χαμπάρι τι γίνεται ή γιατί το βλέπει πατριωτικά το θέμα και σου λέει σπίτι μου είναι, το αγόρασα, δε το κουνάω από δω, όσο και να χτυπιέται το μικρό για να φύγουν. Το τι γίνεται στο τέλος, διαφέρει από ταινία σε ταινία.
Όσο ρεαλιστικό και να είναι το σενάριο, αυτά δε συμβαίνουν στην καθημερινή ζωή. Ή μήπως συμβαίνουν; Αν δούμε το σπίτι σαν την καρδιά μας και το στοίχειωμα έναν πρώην, μια μεγάλη καψούρα ή ένα άπιαστο όνειρο, μας λέει κάτι; Μας δίνει ένα πιθανό σενάριο;
Νομίζω πως ναι. Και είναι ένα σενάριο που το έχουμε βιώσει πολλοί. Μέτα από έναν άσχημο χωρισμό ή την ειδωλοποίηση κάποιου, ξεκινάει το στοίχειωμα της καρδιάς. Για τον καθένα είναι και κάτι διαφορετικό αυτό που τον στοιχειώνει.
Αφού φύγει σωματικά η οντότητα από τη ζωή (μας), είτε είναι άνθρωπος, είτε απλά το όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό κάποιου ανθρώπου, ξεκινάει το στοίχειωμα. Η ιδέα του παραμένει και αφήνει το σημάδι της. Πίνακες να πέφτουν, ουρλιαχτά να ακούγονται το βράδυ, αλυσίδες να σέρνονται στα πατώματα και κάποιος να πασαλείβει με αίματα τους τοίχους του εσωτερικού μας κόσμου.
Όλα αυτά, εκφράζονται στον έξω κόσμο με κλάματα, φωνές, κακό και καψουροτράγουδα- από Καρρά μέχρι «Παραμυθιάζομαι». Σε εκείνο το σημείο εμφανίζονται οι κολλητοί και ο γενικότερος περίγυρος, στον ρόλο του ιερέα για να ξεκινήσουν τη διαδικασία του εξορκισμού. Η καρδιά αρχίζει και αντιδρά με τον γνωστό τρόπο. Στριφογυρνάει, ξερνάει πράσινες αηδίες και σου κατουράει τη Μπουχάρα των εσώψυχων σου.
Κοινώς τσινάει πολύ άσχημα. Έχει δεθεί σου λέει με το πνεύμα. Ένα πνευματικό σύνδρομο της Στοκχόλμης. Δε θέλει να φύγει το μίασμα όσο και να τη φθείρει, να την καταστρέφει σιγά- σιγά από μέσα, κάνοντας την να χάσει την ταυτότητα της. Ο εξορκισμός συνεχίζεται για αρκετό καιρό. Και κάποια στιγμή αρχίζει να έχει αποτέλεσμα.
Εκεί μετά, αναλαμβάνει ο μεσίτης. Ο εγκέφαλος. Προσπαθεί να κάνει νέα κονε, για να φέρει καινούργιους ενοίκους στην καρδιά. Να αρχίσουν να ζεσταίνονται, να λειτουργούν και πάλι τα υδραυλικά, να ζεσταθεί το όλο οίκημα και να αποκτήσει έναν καινούργιο αέρα.
Εδώ έχουμε δύο τινά. Το όλο οίκημα έχει ακόμα αίματα στους τοίχους και την αύρα του προηγούμενου κατοίκου, παρόλο που οι ταπετσαρίες έχουν αλλαχτεί στο μεγαλύτερο μέρος τους, γεγονός που ξενερώνει τον πιθανό νέο ένοικο. Από την άλλη όσο καλές συστάσεις και να έχει ο ένοικος από τον μεσίτη, το οίκημα δε τον θέλει, γιατί δεν έχει το ίδιο γούστο στις κουρτίνες, που του φώτιζαν καλύτερα το σαλόνι.
Δεύτερος γύρος εξορκισμού, δε λέει. Το σπίτι θα καταρρεύσει. Υπάρχει και ένα όριο στο πόσες ευχές και καντήλια μπορεί να αντέξει. Τι απομένει να γίνει; Στις ταινίες δε μας το δείχνουν αυτό γιατί σχεδόν πάντα έχει ένα πολύ προβλέψιμο άμεσο χαρούμενο τέλος ή κάνουν ένα μέτριο σίκουελ, και μείς τη μετριότητα δε τη θέλουμε στη ζωή μας. Τελικά μάλλον και πάλι ο χρόνος είναι η απάντηση– εκτός αν εμφανιστεί με τη μορφή μιας ταλαντούχας μάγισσας, μια νέα παρουσία στη ζωή μας και μ’ ένα κούνημα του ραβδιού της αλλάξει τα πάντα. Σοβαρά όμως τώρα, πόσες οι πιθανότητες;
Σταδιακά, τ’ αρπακτικά νύχια του πνεύματος θα απαγκιστρωθούν από την καρδιά μας. Θα μπορέσουμε να δούμε με άλλο μάτι τους υποψήφιους ενοίκους. Και πού ξέρεις, μπορεί να βρούμε και κάποιους που τους αρέσουν παραπλήσιες κουρτίνες με τους προηγούμενους, που όμως φωτίζουν το σαλόνι μας ακόμα καλύτερα.
Τις ίδεις κουρτίνες δε θα τις βρούμε και είναι μάταιο να ψάχνουμε. Θα καταναλώσουμε πολύ χρόνο, κόπο και χρήμα, κόβοντας βόλτες στα διάφορα μαγαζιά με σχετικά είδη. Όσο πιο σύντομα το καταλάβουμε, τόσο το καλύτερο. Θα σταματήσουμε να ματαιοπονούμε για ένα συγκεκριμένο μοτίβο και θα απελευθερώσουμε το μυαλό μας.
Με αυτό τον τρόπο θα έχουμε τα ματάκια μας ανοιχτά για κάτι παρόμοιο και ίσως καλύτερο. Και τότε θα έχει ολοκληρωθεί ο εξορκισμός.