«Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος». Και μετά το επανέλαβε κι εκείνη.

Έφτασαν τα 70 κάτι κι ακόμα το έλεγαν. Κάθε φορά που φαινόταν το τέλμα και τελικά το ξεπερνούσαν, το έλεγαν. Κάθε φορά που είχαν μια μεγάλη χαρά, το έλεγαν. Κάθε φορά που ο εγωισμός πήγαινε να δείξει πυγμή, το έλεγαν. Σε κάθε σκαμπανέβασμα της σχέσης, του γάμου, της ζωής τους.

Καθόντουσαν κάτω απ’ τη συκαμινιά με τις ώρες και συζητούσαν και γελούσαν κι έβρισκαν λύσεις. Καμιά φορά με ξυπνούσαν το πρωί. Με τα γέλια τους. 57 χρόνια μαζί κι ακόμα μιλάνε ασταμάτητα και γελάνε και κάνουν βόλτες κι ονειρεύονται. Μετρούσαν μια ζωή με όλες τις δυσκολίες που θα μπορούσαν να βρουν στο διάβα τους. Πείνα, πολέμους, ανεργία, στόματα να θρέψουν, θανάτους, αρρώστιες. Κι αφού τα είχαν ζήσει όλα, τι άλλο έμενε να πουν ή να κάνουν, για τι άλλο είχαν να λυπηθούν, να χαρούν, να γελάσουν;

«Για ένα κάρο ακόμα πράγματα», απαντούσαν κι είχαν εκείνο το ύφος που ξέρουν κι οι δύο, αλλά εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις.

Να φτάνεις τα 60-70, να έχεις μοιραστεί μια ολόκληρη ζωή με τον άλλον και να έχετε ακόμα ένα σωρό πράγματα να κάνετε και να μοιραστείτε. Αυτό είναι αγάπη. Να ‘χεις να λες για σκέψεις που κάνεις, να μπορείς ακόμα να μιλάς για συναισθήματα, να διαφωνείς για συμπεριφορές. Να φτιάχνεις ακόμα όσα θέλεις και να τα κάνεις πράξη με τον άνθρωπό σου.

Όλοι οι άνθρωποι ψάχνουν εκείνον με τον οποίον δε θα βαριούνται ποτέ. Εκείνον με τον οποίον θα έχουν να θυμούνται μαζί του μια ζωή και θα μπορούν να φτιάξουν άλλη μία, εντελώς διαφορετική μα το ίδιο πλούσια. Με χίλιες νέες εμπειρίες. Με εκατό χιλιάδες καινούργια χαμόγελα.

Δεν είναι μόνο οι θύμισες από παλιές χαρές, είναι και τα όνειρα για το ίδιο βράδυ ή την επόμενη μέρα. Είναι οι άπειρες αγκαλιές που έχουν την ίδια ζεστασιά όπως οι πρώτες. Είναι ο έρωτας που γεννιέται ξανά και ξανά, όχι απαραίτητα με το σώμα, αλλά με την ψυχή, με μια επιπλέον ρυτίδα, με ένα πρόβλημα υγείας που σε δένει πιο πολύ, με μια ιδιοτροπία απ’ τα γεράματα που τελικά ενσωματώνεται στην αγάπη που έχεις. Κι άμα ο έρωτας ερωτεύεται από μέσα, δε σβήνει ποτέ, ούτε βαριέται, ούτε δειλιάζει, μόνο ονειρεύεται. Ακόμα κι αν το σώμα γερνάει και τα χέρια ζαρώνουν.

Είχαν να πουν για την πρώτη γνωριμία τους στο πανηγύρι του χωριού, για το πρώτο τους φιλί δίπλα από μια θάλασσα, για τις φορές που έκαναν πίσω και που δικαίως το έκαναν, για τον τρόπο που στάθηκαν απέναντι στις κακουχίες τους. Συχνά-πυκνά τσακωνόντουσαν για τις πολιτικές τους ιδεολογίες κι ο καθένας κάθε φορά έλεγε νέα επιχειρήματα και ντοκουμέντα. Ύστερα κανόνιζαν ένα ταξίδι κι αναρωτιόνταν τι ρούχα να πάρουν μαζί. Για τα πιο απλά είχαν να πουν, για τα πιο απλά που τα έκαναν μεγάλα. Μέσα απ’ τα χρόνια.

Εκείνος την έβλεπε ακόμα την πιο όμορφη κι εκείνη τον πιο λεβέντη. Ακόμα και τότε που της έπεσαν τα μαλλιά κι όταν εκείνος με τα χρόνια φορτώθηκε μια καμπούρα. Κι όταν κοιταζόντουσαν στα μάτια αυτά βούρκωναν γιατί είχαν ακόμα αγάπη να δώσουν.

Κάποιοι βίωσαν αυτή την αγάπη, άλλοι τη γεύτηκαν μα έφραξαν τα συναισθήματα από «πρέπει» κι άλλοι δεν τη συνάντησαν ποτέ. Μα όσοι λίγοι έφτασαν σε τέτοιο σημείο που κοιτάνε πίσω, μέσα και μπροστά τους τον ίδιο άνθρωπο και δεν τον βαρέθηκαν ποτέ, έφτασαν στο πιο ψηλό σημείο.

Ένα βράδυ χόρεψαν βαλς. Τους είδα απ’ τα παραθυρόφυλλα. Δεν άναψα το φως και σχεδόν δεν ανέπνεα. Ήταν δική τους στιγμή, όπως τόσες άλλες που δεν είναι για να αγγίξεις. Ξάπλωσα στο διπλό κρεβάτι, κράτησα την εικόνα τους και θυμήθηκα τα λόγια ενός φίλου. «Έρωτας, μπούρδες μπλε σε ροζ συννεφάκια».

Όσο υπάρχει αυτό το ψηλό σημείο με τα ροζ συννεφάκια, υπάρχει κι η ελπίδα να το βρούμε. Κι ας είναι για κάποιους μπούρδες μπλε.

 

Συντάκτης: Μαρία Παναγιώτου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη