Δεν υπάρχει νικητής και νικημένος στο παιχνίδι του χωρισμού. Δεν είναι καν παιχνίδι. Παιχνίδι είναι αυτό που γίνεται μέσα μας και η μεγαλύτερη μάχη παίζεται με τον εαυτό μας.
Αυτός που μένει δεν είναι νικητής. Κι αυτός που φεύγει είναι ήδη χαμένος.
Για να συμβεί ένας χωρισμός υπήρχε κάποιος λόγος, πάντα υπάρχει ένας λόγος. Κι αν δεν τον θυμάσαι ή δεν είναι τόσο σημαντικός τώρα, τότε ήταν αιτία να πέσουν οι τίτλοι του τέλους.
Αν είσαι αυτός που εγκατέλειψαν, σπεύδουν όλοι να σου προσφέρουν ώμους για παρηγοριά και τείνουν να λένε για τη σκάρτη συμπεριφορά του συντρόφου σου. Αν είσαι αυτός που έγραψε τον επίλογο, πέφτουν όλοι να σε φάνε ωσάν το φονιά που κατακρεούργησε τη σχέση.
Αυτός που φεύγει πρώτος είναι αυτός που ονομάζεται θύτης από το περιβάλλον του. Αυτός που εγκαταλείπει πληγώνοντας τον άνθρωπο με τον οποίο υπήρξε μαζί, λες και του ήταν η ευκολότερη απόφαση που πήρε. Δεν αναρωτιέται κανείς πόση προεργασία χρειάστηκε, πόσο τα προβλήματα έφτασαν στο κτένι, πόσο η αγάπη κομματιάστηκε και πόσο δύσκολο ήταν για τον ίδιο να ματώσει το άτομο που πριν του φρόντιζε τις πληγές.
Θύτης. Θύτης πρώτα του εαυτού του και μετά του άλλου.
Αυτός που φεύγει πονάει περισσότερο.
Το έπαθα κι εγώ μαζί σου, το ένιωσα. Απέφυγα κάθε κουβέντα να δώσω εξηγήσεις που θα σε πλήγωναν. Θα ξεγύμνωνα την αλήθεια που ξέραμε κι οι δυο αλλά δε χρειαζόταν να ακουστεί – ή καλύτερα δεν υπήρχε η δύναμη σε κανέναν να τη ξεστομίσει.
Αν σε έβλεπα να πέφτεις χαμηλά με κλάματα και παρακάλια θα σήμαινε πως έδωσα μια κλωτσιά στην εικόνα σου, ότι σε τσαλάκωσα χωρίς να σου αξίζει. Φοβόμουν πως αν έβλεπα τα μάτια σου θα ήμουν υπεύθυνη να επουλώσω δύο πληγές. Τη δική σου και τη δική μου.
Έπρεπε πια να μάθεις να φροντίζεις εσύ τον εαυτό σου κι εγώ το δικό μου.
Όταν φθαρεί μια σχέση το καταλαβαίνουν και τα δύο μέλη της. Το καταλαβαίνει κι αυτός που ζητάει μια επόμενη ευκαιρία. Μα έχουν προστεθεί πολλές ευκαιρίες και η φθορά διπλασιάζεται κάθε φορά επί τον αριθμό των ευκαιριών στο σύνολό τους.
Οι άνθρωποι που φεύγουν από μια σχέση δεν είναι μαλάκες και χοντρόπετσοι, αναίσθητοι κι άνευ συναισθημάτων. Απλώς έτυχε να ξέρουν πως αυτό που βίωναν έκανε τον κύκλο του, πώς δεν τους καλύπτει πια.
Δεν σκλήρυνε η καρδιά τους ξαφνικά.
Κάθε άλλο. Είναι καταδικασμένοι να αναπολούν, να αποζητούν εκείνο που τους λείπει που είναι το ίδιο με εκείνο που τους έτρεψε στη φυγή και κάθε φορά να αναρωτιούνται αν η φυγή τους ήταν σωστή.
Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που πούλησαν τη ψυχή τους στο διάβολο για την ίδια αγάπη. Και θα την ξαναπουλούσαν αν ερχόταν πίσω εκείνη η μέρα, εκείνος ο μήνας που έγινε η γνωριμία τους και θα ζούσαν το κάθε δευτερόλεπτο από την αρχή. Γνωρίζοντας τις συνέπειες, τα ωραία και τα άσχημα της σχέσης, γνωρίζοντας που είναι το τέρμα, θα έδιναν πάλι το χέρι στο «χαίρω πολύ» και θα έβαζαν την τελεία πάλι αυτοί εκεί που χρειαζόταν.
Στο όνομα των στιγμών που αγάπησαν λοιπόν έπρεπε να φύγουν. Στο όνομα των στιγμών που έβλεπαν φανερά ότι δεν είχαν συνέχεια να δώσουν. Δεν θέλησαν να φθείρουν άλλο, δεν ήθελαν να χαλάσουν πιο πολύ ό,τι ήδη ήταν χαλασμένο.
Αν είναι λάθος που έφυγες ας είναι ένα λάθος για το οποίο θα είσαι περήφανος γιατί στάθηκες πιο δυνατός, γιατί δεν αποποιήθηκες την ευθύνη που είχες μέσα στη σχέση.
Το τέλος ορίζεται ακόμα κι αν το αποφασίσει ο ένας από τους δύο.
Μόνο και μόνο που το σκέφτηκα είχα ήδη φύγει.
Όπως γυρνούσα την πλάτη, όπως συνειδητά απέστρεφα το κεφάλι, αισθάνθηκα το μεγαλύτερο πόνο που ένιωσα ποτέ. Αισθάνθηκα μια στιγμιαία ανακούφιση που τελικά με έκανε υπόλογη απέναντι σε εμάς, όχι μόνο εμένα.
Έφυγα με δυο φορτία, ένα από σένα κι ένα από μένα. Έφυγα γιατί δε μας αξίζαμε. Κι έτσι, χάσαμε κι οι δυο.