Αν ήθελα να πω κάτι πριν φύγω είναι πως λυπάμαι που οι τελευταίες λέξεις, όσο κι αν με πόνεσαν, δεν έφτασαν τόσο μέσα μου να σε βρουν και να σε καταστρέψουν. Κι έμεινες εκεί ανέγγιχτος, άφθαρτος, τέλειος. Σε κάθε φυγή που γίνεται απουσία κι ύστερα σιωπή, έχεις ανάγκη να βρεις ελαττώματα, να αποδώσεις ευθύνες, να απομυθοποιήσεις.

Όπως απόψε λέω, που είμαι στα μάτια σου όχι κάτι ιδιαίτερο κι εσύ στα δικά μου όχι κάτι σπουδαίο. Όπως απόψε, που είσαι τόσο κοντά μα τόσο μακριά που δε σε φτάνω με τίποτα. Όπως απόψε που παραδέχομαι το «μακάρι να μη σε γνώριζα ποτέ». Γιατί είναι αυτοάνοσο και με χαλάει. Γιατί μου επιβεβαιώνει πως τελικά η αγάπη δεν είναι απαλή όπως με έμαθες στην αρχή μας. Είναι κοφτερή και σε μηδενίζει όπως με δίδαξες στο τέλος.

Όχι, δεν είναι που έφυγες. Είναι που ήσουν κάτι τόσο όμορφο όσο σε έφτιαξα στο μυαλό, αλλά που ήταν ανόμοιο με την πραγματικότητα. Ξέρεις, τα συναισθήματα μπορούν να προσθέσουν πολύ περισσότερη αξία σ’ έναν άνθρωπο απ’ όσην έχει στ’ αλήθεια. Το ότι σε αγαπούσα έφτανε για να ξεκινούσες ήδη με δέκα. Οι άλλοι που με πλησίαζαν πάλευαν να δεκαρίσουν χωρίς να το καταφέρουν ποτέ.

Ξέρουμε κι οι δύο πως δέκα δεν ήσουν. Και για να είμαι ειλικρινής δεν ψάχνω το δέκα. Ψάχνω κάποιον που ακόμα και πέντε να είναι, να μη σου μοιάζει ούτε στη μονάδα. Έναν που θα είστε τόσο διαφορετικοί που δε θα σε θυμίζει ούτε στο ελάχιστο. Που θα μου προσφέρει κάτι τόσο δυνατό και μεγάλο που θα σβήσει καθετί ήσουν εσύ για μένα.

Εξωτερικά δε θα ‘χετε καμιά ομοιότητα. Θα ‘χει μάτια οποιοδήποτε χρώμα εκτός απ’ των ματιών σου. Το βλέμμα του θα είναι αλλιώτικο απ’ το δικό σου μα για μένα μυστήριο και μαγευτικό. Θα ‘ναι αλήτης μα δικός μου αλήτης, όχι για τον εαυτό του. Θα ασκεί σημαντική επίδραση πάνω μου μα διαφορετική απ’ αυτήν που σου έδωσα το δικαίωμα να ασκείς εσύ.

Είχες δίκιο πως, όπως κι εσένα, μ’ ένοιαζε τι θα πει ο κόσμος. Ε, να λοιπόν, αυτός που θα βρω θα τον νοιάζει μόνο εγώ κι εκείνος. Θα μου λέει όλοι να πάνε στο καλό κι εμείς στο καλύτερο. Θα ξυπνάει πρωί και θα μου τραβάει τα σεντόνια για να με πάει μια βόλτα που του κατέβηκε στο κεφάλι. Θα με πηγαίνει σε μέρη που δε φαντάστηκες και θα με κρατάει απ’ το χέρι όταν εσύ το άφηνες.

Αναζητώ κάποιον που δε γυρεύει αφορμές να τρέξει μακριά από όσα φωνάζουν πάθος, κάποιον που το εμπόδιο θα το κάνει ευκαιρία να δεθεί ακόμα πιο πολύ. Κάποιον που θα διεκδικεί την παρουσία μου ακόμα κι αν είναι εκείνες οι φορές που δηλώνω απούσα. Γυρεύω εκείνον που τα μεγάλα λόγια θα τα αποδεικνύει με πράξεις κι ας είναι μικρές. Αυτόν που δε θα με αγκαλιάζει για να γεμίσω κι ύστερα να μου το παίρνει πίσω, αυτόν που θα ‘χει ίδια όνειρα μα και πρόθεση να τα κάνει αλήθεια.

Φτάνει που δε θα ‘σαι εσύ. Φτάνει που εκείνος δε θα σου μοιάζει καθόλου και σε τίποτα. Δε θα με θρέφει με αναμνήσεις, αλλά με στιγμές και παρουσίες. Θα ‘χει προτερήματα τα ελαττώματά σου και ελαττώματα τα δικά σου δυνατά σημεία. Θα τα αφήνει όλα ασυγύριστα για να τα κάνω εγώ. Θα μαγειρεύει αυτός κι εγώ θα γκρινιάζω γιατί με είχες μάθει αλλιώς εσύ. Δε θα καπνίζει και θα ‘χει μαύρα μαλλιά και σκούρα μάτια.

Θα ζούμε έντονα όσα μου έμαθες εσύ για απλά μα θα κάνουμε απλά όσα πάνε να μας πνίξουν. Θα συμφωνούμε σε όλα ή έστω στα περισσότερα. Θα με θυμώνει που δε μου ψιθυρίζει σ’ αγαπώ όπως έκανες εσύ μα θα το βλέπω κάθε μέρα και θα ‘ναι κάτι κι αυτό.

Το βλέπεις; Θέλω ένα άνθρωπο που να μη σου μοιάζει καθόλου. Όλα ανάποδα από σένα, όλα ανόμοια, όλα καινούργια.

Αυτό χρωστάω στον εαυτό μου. Να βρω κάποιον που δε σου μοιάζει σε τίποτα απολύτως. Και θα ‘ναι αυτός που θα με πάει σε ‘κείνο το νησί που όλο έλεγες μα δεν το ‘κανες ποτέ. Θα ‘ναι εκείνος που θα ερωτευτώ απ’ την αρχή κι ο κόσμος που ζήσαμε εμείς θα μοιάζει μηδενικό, όπως κι εσύ χωρίς τη μονάδα που πήγα και σου πρόσθεσα. Εκείνος που θα κρατήσει την αγάπη απαλή κι άφθαρτη ως το τέρμα που δεν κατάφερες να φτάσεις εσύ.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Παναγιώτου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μαρία Παναγιώτου