Υπάρχουν κώδικες ανάμεσα στα ζευγάρια. Διαφορετικοί για κάθε ζευγάρι. Υπάρχουν μικρές λεπτομέρειες που δεν μπορούν να καταλάβουν οι άλλοι παρά μόνο εκείνος κι εκείνη. Κάποια στοιχεία στο χαρακτήρα ή στην εμφάνιση που γοητεύουν κι είναι αυτά που ξυπνούν έρωτα.
Δε θα μιλήσω για μάτια, για αγκαλιές, για συνήθειες. Αυτά όλα ξεθωριάζουν μες το χρόνο.
Το χρώμα των ματιών σου έγινε θαμπό κι είναι δύσκολο να ανασύρω το σχήμα τους. Η ρυτίδα στο μέτωπο σου που ζάρωνε άμα είχες τις μαύρες σου, δε θυμάμαι ακριβώς αν ήταν πάνω από τα φρύδια ή ανάμεσα. Ο ήχος του γέλιου σου ακούγεται πολύ μακριά για να τον διακρίνω.
Αυτά που θυμάμαι είναι τα συναισθήματα που μου προκαλούσαν όλες αυτές οι μικρές λεπτομέρειες που τώρα δε θυμάμαι. Θυμάμαι εμένα μέσα από σένα.
Εκείνο που αισθάνθηκα όταν σε αντίκρισα ήταν πολύ δυνατό για να το ξεχάσω. Ούτε να ξεχάσω μπορώ τη λατρεία που σου είχα όταν γινόσουν αδύναμος. Ούτε να διαγράψω μπορώ την αγάπη που σου είχα. Το χαμόγελό μου όταν έκανες γκάφα και με κοίταζες μετά. Δε θυμάμαι τόσο το ύφος που έπαιρνες μα θυμάμαι που αυτή η γκριμάτσα με έκανε να χαμογελώ. Δεν μπορώ να σκεφτώ πώς ήταν το σώμα σου. Αν είχες ανοιχτές πλάτες, αδύναμα χέρια ή ήσουν ψηλός. Τη μορφή μόνο θυμάμαι, τη μορφή σου ανάμεσα στους πολλούς που τη ξεχώριζα και με έκανε να νιώθω γεμάτη καθώς πλησίαζε.
Καθόσουν με τις ώρες να μου μιλάς κι έτσι έμαθα την υπομονή να την εκτιμάω πιο πολύ από την παρορμητικότητα. Μου δίδαξες πράγματα μα δε θυμάμαι πώς. Μάλλον δε χρειάζεται να ξέρω τα μέσα που χρησιμοποίησες αλλά το ίδιο το μάθημα.
Είχες πολλές συνήθειες που με θύμωναν, δε θα τις απαριθμήσω τώρα κι ούτε τις θυμάμαι για να είμαι ειλικρινής. Γι’ αυτές τις συνήθειες τελικά σε ερωτεύτηκα κι αυτό μπόρεσα να κρατήσω. Είχες και κάτι μπλουζάκια που μου άρεσαν γιατί έβγαζαν μια αλητεία. Τα χρώματα τους δεν τα καλοθυμάμαι μα μπορώ να θυμηθώ που γινόμουν περήφανη εγώ που πήγαιναν τόσο σε σένα. Θυμάμαι κι άλλα που έγινα εγώ μέσα από σένα. Τολμηρή, γεμάτη φιλοδοξίες, πλήρης. Μα αν με ρωτήσουν από τι έγινα έτσι θα πω πως έγινα μέσα από σένα. Όχι από κάτι συγκεκριμένο μα από ένα γενικό εσύ. Κάποιες φορές προσπαθώ να θυμηθώ τα δάκτυλα σου. Ακούγεται γελοίο μα θυμάμαι τον τρόπο που έδεναν με τα δικά μου.
Οι άνθρωποι είμαστε κομμάτι άλλων. Μπορώ να πω με βεβαιότητα πως είσαι κομμάτι από αυτό που έγινα. Γιατί ακόμα κι αν έχω τις ίδιες παρορμητικές συμπεριφορές, ο λόγος που βελτιώθηκα ήσουν εσύ. Γατί ακόμα κι αν δεν μπορώ να ανασύρω στη μνήμη το σχήμα που είχαν τα χείλη σου μπορώ να θυμηθώ πως ήταν η αίσθηση να τα ακουμπάω. Κι αν δε θυμάμαι πόσες φορές με αγκάλιασες, θυμάμαι πώς εφάρμοζα μέσα σε ‘κείνη την αγκαλιά λες κι ήταν καλούπι μόνο για μένα. Γιατί κάτι ηλιόλουστα πρωινά ήπιαμε καφέδες που μου άφησαν την πιο ωραία αίσθηση για τη ζωή.
Αν μου έλεγαν να σχεδιάσω την ίδια εκδρομή που κάναμε τότε θα μου ήταν δύσκολο να βάλω στο πρόγραμμα όλα όσα κάναμε. Δεν ήταν αυτά που είχαν σημασία αλλά εκείνα που αισθανόμουν μαζί με σένα. Κομμάτι των στιγμών ήσουν εσύ κι αν δεν ήσουν δεν ξέρω κατά πόσο θα ήταν ίδια τα συναισθήματα.
Δε με νοιάζει που έφυγες εσύ αλλά το ότι πήρες μαζί σου και τις μικρές μας συνήθειες. Τα απογεύματα με τις βόλτες, τα βράδια με ταινία, το φθινόπωρο με κρασί, την άνοιξη με τις προσδοκίες μας. Αυτά που δεν κατάφερες να πάρεις ήταν τα συναισθήματά μου.
Ήσουν ικανός να με σπρώξεις όταν τα πόδια μου κολλούσαν στο έδαφος. Να μου αναστατώσεις τη ζωή όταν έμοιαζε μονότονη. Μπορούσες να με κάνεις αδύναμη εκεί που με θεωρούσα δυνατή και να μου φέρεις τη χαρά μέσα στη λύπη. Σου ήταν εύκολο να μου δημιουργήσεις κίνητρα μέσα στην απαισιοδοξία. Να φτιάξεις νέα όνειρα όταν τα παλιά γίνονταν αδιέξοδα.
Δε θυμάμαι τελικά τίποτε από σένα. Δε θυμάμαι λεπτομέρειες, χαρακτηριστικά σου, στοιχεία της προσωπικότητάς σου. Θυμάμαι η μέρα μου να ξεκινάει με ένα χαμόγελο και να τελειώνει όπως ένα ποτήρι καλό κρασί. Θυμάμαι εμένα μέσα από σένα. Κι αυτό θα πρέπει να είναι το μεγαλύτερο επίτευγμά σου.
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Παναγιώτου: Κατερίνα Κεχαγιά.