Σηκώνομαι το πρωί και σε ετοιμάζω για το σχολείο, γιε μου. Δυσκολεύτηκα να σε ξυπνήσω αλλά τώρα ντύθηκες μόνος κι έδεσες τα κορδόνια όπως σε έμαθε ο μπαμπάς την προηγούμενη βδομάδα. Δεν τα δένεις ακόμα πολύ καλά και κρέμεται το ένα κορδόνι πιο μακριά από το άλλο.
Σας φτιάχνω το πρωινό και μου ζητάς το σοκολατούχο γάλα σου. Μετά αλλάζεις γνώμη και φτιάχνεις δημητριακά.
Ακούγεται η κουβέντα της μικρής αδελφής σου με τον μπαμπά όπως την κρατάει πάνω του κι έρχονται από το διάδρομο. Χαμογελώ όταν τον ρωτά αν έχουν γιορτή στο νηπιαγωγείο γιατί έβαλε το φορεματάκι με τους γαλάζιους φιόγκους σήμερα.
Γυρνώ το κεφάλι και κλείνω το μάτι στον μπαμπά. Ερωτεύτηκα τον μπαμπά σου πολύ, μα τώρα τον αγαπάω περισσότερο που μου χάρισε τον κόσμο όλο. Η πιο όμορφη εικόνα είναι αυτή, γιέ μου. Η οικογένειά μας.
Καθόμαστε όλοι στο τραπέζι της κουζίνας που έχει αυτό το αγγλικό στυλ με τον πάγκο και τη βρύση στη μέση. Ο μπαμπάς δε χάλασε χατίρι στη μαμά και τη φτιάξαμε όπως μου άρεσε.
Ακούγεται το «μαμά» πάνω από δέκα φορές και το «μπαμπά» άλλες τόσες. Μαμά, το βούτυρο, μπαμπά, το γάλα, μαμά, η δασκάλα μου είπε αυτό, μπαμπά τι εκδρομή θα πάμε το Σάββατο. Οι πιο ποιοτικές συζητήσεις. Πολύ πιο ουσιαστικές από τα επενδυτικά σχέδια που θα ακούω μετά στο γραφείο. Φτάνω στη δουλειά και πριν κατέβω από το αυτοκίνητο μου λείπετε ήδη.
Ενώ μου μιλά το αφεντικό σκέφτομαι την αδελφή σου να χοροπηδάει στον καναπέ κι εσένα να φωνάζεις να μαζευτούμε στο σαλόνι για να δούμε κινούμενα σχέδια. Tου χαμογελώ κι όταν μου βάζει προθεσμία δυο μέρες για τη δουλειά μιας βδομάδας και νομίζει πως είμαι τρελή. Δεν ξέρει πως εσείς μου δίνετε δύναμη.
Το απόγευμα, πριν προλάβω να σκεφτώ τι θα σας μαγειρέψω, με ταράζετε με φωνές ενώ μπαίνετε στο σπίτι. Ο μπαμπάς σας λέει «φρόνιμα» κι εσείς τρέχετε να μ’ αγκαλιάσετε. Η πιο γλυκιά αγκαλιά, γιέ μου. Η πιο μεγάλη, η πιο χορταστική. Σ’ αυτήν που δε χωράνε μάσκες κι υποκρισίες.
Πετάτε τις τσάντες σας στο πάτωμα και πιάνετε τα lego με την αδελφή σου. Ο πιο ψηλός πύργος είναι ο δικός σου αλλά αφαιρείς δυο κομμάτια για να νικήσει αυτή. Οι κοτσίδες της πετάγονται και τα λαστιχάκια κρέμονται στην άκρη έτοιμες να χαλάσουν από το παιχνίδι της ημέρας. Αυτή δε πτοείται και σου κάνει νάζια. Εσύ τη σφίγγεις από αγάπη κι αυτή βάζει τα κλάματα γιατί την έσφιξες πολύ.
Ο μπαμπάς κάνει κάτι δουλειές στον κήπο κι εσύ ανοίγεις το λάστιχο και τα κάνεις όλα μούσκεμα με το νερό. Εγώ σας βλέπω από το παράθυρο και γελάω που αντί να σου θυμώσει ξεραίνεται στα γέλια.
Το βράδυ σας λέω να πλύνετε τα χέρια για να φάμε. Στρογγυλοκάθεστε στο τραπέζι πριν από μένα και τον μπαμπά. Κοιτάω τα πόδια σας που δε φτάνουν το έδαφος. Από αυτό σας μετράω πόσο μεγαλώνετε, από το πόσο φτάνουν στο έδαφος τα πόδια σας. Κι είμαι ήσυχη όταν ακόμα κουνιούνται πέρα-δώθε.
Εγώ καθαρίζω τα δωμάτια που κάνατε μαντάρα κι ο μπαμπάς σάς στρατολογεί για μια επιδρομή στο μπάνιο. Τρέχετε στα κρεβάτια σας μετά. Ο μπαμπάς διαβάζει στην αδελφή σου ένα παραμύθι. Εγώ σου τραγουδώ το «της πόλης τα φωτάκια» του Αλκίνοου κι αν τύχει να σταματήσω πριν κοιμηθείς μου λες «κι άλλο».
Κλείνω το φως ενώ τα ματάκια σου έχουν σφραγίσει την κούραση της ημέρας. Επιθεωρώ την αδελφή σου που ήδη βρίσκεται στο 3ο όνειρο και σωριάζομαι στον καναπέ.
Επιτέλους μιλάμε οι δυο μας με τον μπαμπά, μα τις πιο πολλές φορές εσάς αφορούν οι συζητήσεις μας. Είναι η στιγμή μας. Είναι οι ώρες που έχουμε όλους τους τίτλους δικούς μας: γονείς, σύντροφοι, φίλοι, εραστές.
Ποτέ δε μας ένοιαξε που τα οικονομικά μας στενεύουν. Ούτε που ο κόσμος γίνεται κακός. Ούτε που χάλασε το πλυντήριο. Μας νοιάζει εσείς να βγείτε σωστοί άνθρωποι, υγιείς και με χαρά στην καρδιά. Γι’ αυτή την έγνοια θα προσπαθήσουμε πολύ.
Σας αγαπάω, γιέ μου.
Μπορεί αύριο να είναι η μέρα που θα γνωρίσω τον μπαμπά σου. Πρέπει να κοιμηθώ. Αν περάσει κι αυτή η νύχτα θα είμαι ένα ακόμα βήμα πιο κοντά σας.
Θα σας δω σύντομα.