Σε κάθε τόπο που θα πας, να μάθεις να τον ξεχωρίζεις από τους ανθρώπους του. Οι άνθρωποί του είναι ο τόπος.

Στην πόλη οι άνθρωποι είναι αλλιώς. Τους βλέπεις να κινούνται σε γρήγορους ρυθμούς, απρόσιτους ή τουλάχιστον έτσι μοιάζουν, η ρουτίνα κι η εργασία γίνεται τρόπος ζωής. Είναι που ηθελημένα ή όχι μπαίνουν σε ένα σύστημα που απαιτεί να φέρονται σχεδόν μηχανικά. Στο χωριό οι άνθρωποι είναι πιο απλοί, αυθεντικοί, καλοσυνάτοι, φιλικοί, συμπονετικοί.

Ανοίγουν τα χέρια και σου λένε το «καλώς όρισες» και το εννοούν με την ψυχή τους. Έχουν καθαρό βλέμμα κι αν τύχει να κάνεις μια συζήτηση μαζί τους είναι λες και μιλάς κατευθείαν με το μέσα τους. Εκεί στο χωριό, τους ανθρώπους έμαθαν να τους μετράνε με την ψυχή κι όχι με το έχειν τους.

Σε χαιρετάνε γιατί μπήκες στο χωριό κι όχι γιατί σε ξέρουν. Όλο το χωριό είναι μια οικογένεια που αν τύχει να επισκεφτείς γίνεσαι κι εσύ μέλος της. Κανείς δε χρωστάει κανενός γιατί τα προϊόντα που παρήγαγαν στα χωράφια τους είναι για να θρέψουν όλο το χωριό, όχι μόνο τα παιδιά τους.

 Έχουν πάθος με το ντόπιο προϊόν, το ποιοτικό παραδοσιακό και το παράγουν με μεράκι. Θεωρούν τη φύση και τον άνθρωπο ένα και το αυτό. Αγαπάνε τη Γη σαν μάνα και την καλλιεργούν με αγάπη, με φροντίδα και μέσα από αυτήν καλλιεργούνται κι οι ίδιοι. Φροντίζουν το χώμα και τις ρίζες γιατί ξέρουν πως η ελιά, το αμπέλι κι οι χαρουπιές θα τους ζήσουν με το λάδι, το κρασί και το χαρούπι τους. Κι όσο πιο καλά θα τα φροντίσουν τόσο πιο γευστικά θα είναι τα πορτοκάλια κι οι ντομάτες. Είναι οι άνθρωποι που με τα χέρια θα ταΐσουν τα ζώα τους γιατί τα πρόβατα, οι αγελάδες κι οι κότες είναι αυτά που θα τους θρέψουν. Ζούνε με τα λίγα γιατί τα πολλά δεν τους είναι απαραίτητα.

Συνήθως τα ξημερώματα τους βρίσκεις στα χωράφια κι όταν τελειώσουν τις δουλειές, τους συναντάς στην πλατεία του χωριού, στο καφενείο με το μεγάλο πλάτανο. Αν τσακωθούν θα ‘ναι για το ποιος θα πληρώσει πρώτος το λογαριασμό. Κρατώντας ένα κομπολόι έχουν να σου διηγηθούν ιστορίες φτιαγμένες από την καθημερινότητά τους και να σου μεταφέρουν συναισθήματα που μετριούνται με μόχθο, ιδρώτα και δυσκολίες. Σου λένε για το πως κτίστηκε η εκκλησιά του χωριού και το παλιό σχολείο και πόσο χρονολογούνται. Γιατί ξέρουν πόσο κόπιασαν να τα φτιάξουν όλοι οι κάτοικοι του χωριού μαζί.

Είναι αυτοί που λένε «καλημέρα» αν σε δουν στα πλακόστρωτα σοκάκια και θα σε φιλέψουν ζεστό ψωμί και σπιτική ρετσίνα στο παλιό αρχοντικό τους. Έχουν παλιές καγκελόπορτες, πιθάρια κι έναν παραδοσιακό φούρνο στην αυλή. Το σπίτι τους μυρίζει κύμινο, δυόσμο και πεύκο. Θα σε βάλουν να καθίσεις κοντά στο τζάκι και στο φευγιό θα σε τρατάρουν φέτα και κατσικίσιο γάλα δικής τους παραγωγής.

Διδάχτηκαν τη φιλοξενία από γενιά σε γενιά. Προσκαλούν κόσμο στα μεγάλα γλέντια και τα πανηγύρια του χωριού και βάζουν το αρνί να γυρνάει με συνοδεία μουσικής με λύρα και λαούτο. Ύστερα λένε ποιήματα, μαντινάδες, τσιατιστά και χορεύουν παραδοσιακά. Κι αν δεν τους συνοδέψεις το θεωρούν προσβολή.

Οι νέοι που μεγαλώνουν σε χωριά έχουν έναν παραδοσιακό μοντερνισμό. Έχουν όλα τα καλά στοιχεία του χωριού και τα ενσωματώνουν αρμονικά στις παρέες τους. Στοιχεία του χωριού που προσδίδουν δέσιμο με αυθεντικότητα άνευ συμφέροντος και συνδυασμένα με μοντέρνα, προοδευτικά στοιχεία των καιρών. Για το λόγο αυτό θεωρούνται καλής ποιότητας άνθρωποι.

Άνθρωποι του χωριού σημαίνει άνθρωποι με πάθος, ζεστασιά, ζωντάνια, φιλοξενία, άνθρωποι με μεγάλες αξίες κι άφθαρτες στο χρόνο. Είναι οι άνθρωποι του παρελθόντος με την καλή έννοια. Που χωρίς αυτούς δε θα μπορούσε να ξεχωρίζει ο ένας πολιτισμός με τον άλλον. Ξέρουν καλά να διατηρούν την παράδοση, να τιμούν την κουλτούρα και την ντοπιολαλιά, να εξυψώνουν τα ήθη και τα έθιμα. Έχουν μάθει να γελάνε μαζί και να παλεύουν τις αντιξοότητες πάλι μαζί. Να πίνουν κρασί για να πάνε κάτω τα φαρμάκια και να λένε εις υγείαν στη ζωή.

Στον αφαλό του κάθε πολιτισμού βρίσκεται πάντα μια χούφτα ανθρώπων του χωριού. Και γι’ αυτό τους χρωστάμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ».

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Παναγιώτου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μαρία Παναγιώτου